ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΤΕΛΛΟΣ (2025)
(WILLIAM TELL)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νικ Χαμ
- ΚΑΣΤ: Κλας Μπανγκ, Γκολσιφτέ Φαραχανί, Κόνορ Σουίντελς, Γιόνα Χάουερ-Κινγκ, Ρέιφ Σπολ, Έλι Μπάμπερ, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Τζέικ Νταν, Έμιλι Μπίτσαμ, Τζόναθαν Πράις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 133'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Στην Ευρώπη του 14ου αιώνα, η Αυστριακή Αυτοκρατορία αγωνίζεται με κάθε τρόπο για να υποτάξει τις γύρω περιοχές και να διευρύνει τις εκτάσεις της, στοχεύοντας πρωτίστως στη γειτονική Ελβετία. Η βαναυσότητα των επιχειρήσεων του αυστριακού στρατού ωθεί τον φιλήσυχο χωρικό και δεινό τοξοβόλο Γουλιέλμο Τέλλο να επαναστατήσει, εμπνέοντας τον λαό του να αντισταθεί.
Παλαιομοδίτικος folk μύθος τοπικού ήρωα που η pop κουλτούρα έχει συνδέσει με τη στόχευση ενός μήλου που είχε τοποθετηθεί πάνω κεφάλι του νεαρού γιου του ονομαστού Γουλιέλμου Τέλλου, ο οποίος είχε στοιχηματίσει πως δεν θα τον σκοτώσει με το βέλος του, εδώ επιχειρείται ν’ αποκτήσει έναν αφηγηματικό σκελετό δράσης στο πλαίσιο ενός genre – «δολώματος» για θεατές που αρέσκονται σε έργα τύπου «Ρομπέν των Δασών», με επιρροές από λαοφιλή κινηματογραφικά και τηλεοπτικά franchises που, πλέον, δεν έχουν τελειωμό…
Το σενάριο βρίθει στερεοτύπων, κυρίως από την πλευρά των κακών Αυστριακών, οι οποίοι βιάζουν, βασανίζουν, σφάζουν και καίνε χωριά, δολοπλοκώντας έως και με γάμους γεωπολιτικών συμφερόντων, ώστε να καταπατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες εκτάσεις σε μια Ευρώπη όχι ακριβώς ειρηνική και… ενωμένη (#sarcasm), με τους απλούς χωρικούς να υποχρεώνονται να πληρώνουν παράλογους φόρους για να χρηματοδοτούν πολεμικές επιχειρήσεις ή την άρχουσα τάξη με τους επιπλέον βασιλικούς τίτλους.
Ο Ιρλανδός Νικ Χαμ προσπαθεί να συνδυάσει το ανθρώπινο δράμα με σκηνές μαχών και βίαιης δράσης (ευτυχώς, οι διαμελισμοί είναι τίμια γραφικοί), όμως, δεν καταφέρνει να δώσει ούτε ρυθμό ούτε και κάποιο στυλ (όπως, για παράδειγμα, ο Γκάι Ρίτσι στον «Βασιλιά Αρθούρο» του 2017), κάνοντάς μας να νοσταλγούμε μέχρι και το σχετικά παρεμφερές «Ο Θρύλος του Μάικλ Κόλχαας» (2013). Η άνιση διαχείριση του υλικού του «Γουλιέλμου Τέλλου» κάνει την ταινία να… σέρνεται και σε χρόνους αφήγησης, για μια ιστορία που είναι τόσο προφανής και λίγη, κάτι που ο Χαμ προσπαθεί να συμμαζέψει (αργά το θυμάται…) εμπλουτίζοντας την κλιμάκωση του φιλμ με τις πιο «επικές» στιγμές του, που όμως (μοιραία) «μπουκώνουν» το τελευταίο μέρος του έργου.
Το καστ είναι ευπρόσωπο, αλλά μέσα στον όλο λαϊκισμό του θεάματος και των σχέσεων των ηρώων οι ερμηνείες καταντούν υπερβολικά σοβαροφανείς και σχηματικές, δίχως να υποστηρίζονται από ένα κάποιο σεναριακό «θεμέλιο» χτισίματος χαρακτήρων. Η παραγωγή… βαριανασαίνει για να δείξει κάτι μεγαλύτερο από αυτό που έχει αντέξει το κόστος της και η ολοφάνερη διάθεση για ύπαρξη sequel μαρτυρά βλακώδη αλαζονεία για την ποιότητα τούτου του «προϊόντος» και των (εμπορικών) δυνατοτήτων του.