CLICQUOT: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ (2024)
(WIDOW CLICQUOT)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμας Νέιπερ
- ΚΑΣΤ: Χέιλι Μπένετ, Τομ Στέριτζ, Σαμ Ράιλι, Άνσον Μπουν, Λίο Σάτερ, Μπεν Μάιλς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Γαλλία, αρχές 19ου αιώνα. Η Μπαρμπ Νικόλ Πονσαρντέν χάνει τον σύζυγό της σε ηλικία είκοσι επτά ετών, όμως, σε πείσμα όλων, αρνείται να πουλήσει τα χωράφια του οικογενειακού οινοποιείου, όντας αποφασισμένη να συνεχίσει το έργο του εκλιπόντος με κάθε κόστος. Και εγένετο… Veuve Clicquot!
Αντιμετωπίζοντας αξεπέραστες δυσκολίες που είχαν να κάνουν όχι μόνο με τον σκεπτικισμό του κακοπροαίρετου πεθερού της και τον αχαλίνωτο μισογυνισμό της γαλλικής κοινωνίας εκείνης την εποχής, μα πάνω απ’ όλα με τις σοβαρότατες (και κάθε είδους) απειλές των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Μπαρμπ Νικόλ Πονσαρντέν μπόρεσε ν’ αναπτύξει μοναδικές μεθόδους παραγωγής σαμπάνιας, εξασφαλίζοντας στο όνομά της μία αναμφισβήτητα διαχρονική θέση πρωτοπορίας σε ό,τι αφορά την ιστορία του αφρώδους οίνου. Όλα αυτά ενδεχομένως να μοιάζουν με πρώτης τάξεως ώριμο και ζουμερό υλικό για μια ιστορική βιογραφική ταινία, ωστόσο «Η Γυναίκα Πίσω από τον Μύθο» ελάχιστα στέκει αντάξια των (όποιων) προσδοκιών.
Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η σκηνοθετική προσέγγιση του Τόμας Νέιπερ, ο οποίος γυρίζει την ιστορία της νεαρής χήρας Κλικό σαν ένα βαρύ αισθηματικό δράμα που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μέσα από σελίδες βιβλίου της Τζέιν Όστεν, αδιαφορώντας (σε σημαντικά μεγάλο βαθμό) για τις παραμέτρους της… σαμπάνιας! Με συνεχή flashback, ο Νέιπερ εξετάζει τη γαμήλια σχέση της Μπαρμπ Νικόλ με τον νεαρό Φρανσουά, καθώς εκείνος βυθίζεται σταδιακά σ’ έναν κόσμο παράνοιας και παραισθήσεων εξαιτίας της χρήσης ουσιών. Πρόκειται για ένα κομμάτι της ζωής της χήρας Κλικό που ελάχιστα ενδιαφέρει ως παρακαταθήκη του ονόματός της, γεγονός που διόλου βελτιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται. Ο κοινός βίος του νεότατου ζεύγους Κλικό ήταν (σύμφωνα με τη συγκεκριμένη σεναριακή και σκηνοθετική προσέγγιση) ένα «ονειρικό» ταξίδι στη χώρα της… κατατονίας – και τέτοιο παραμένει σε κάθε μία από τις πολλές αναδρομές σε αυτόν.
Επιμένοντας τόσο πολύ σε όσα έχουν προηγηθεί της γέννησης της… Veuve Clicquot, η ταινία εύλογα ξεπετά τα πολύ πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα της (μετέπειτα) διάσημης ετικέτας. Το πολυμήχανο όσο και ριψοκίνδυνο μυαλό της νεαρής χήρας, που της επέτρεψε να ξεπεράσει το embargo των Ναπολεόντειων Πολέμων κάνοντας γνωστό το προϊόν της στην τσαρική Ρωσία (αρχικά), καθώς και οι μέθοδοι οινοπαραγωγής τις οποίες ανέπτυξε, δεν εξετάζονται υπό το καθεστώς κάποιας σπουδαίας καινοτομίας, αλλά ως γεγονότα ήσσονος σημασίας που ενδεχομένως ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συλλάβει. Σε ό,τι αφορά την παράμετρο της διανομής και καθιέρωσης της σαμπάνιας Clicquot ανά τας Ευρώπας της εποχής εκείνης, δεν βοηθά καθόλου και το (προφανώς) περιορισμένο budget της παραγωγής, εξαιτίας του οποίου οι ήρωες μένουν «φυλακισμένοι» στην οικογενειακή έπαυλη και τους αμπελώνες της, αφήνοντας το μυαλό και ουχί την εικόνα να ταξιδεύει σε… Μόσχα και Άμστερνταμ.
Η αποφασιστικότητα μιας γυναίκας μπροστά από την εποχή της, μα ταυτόχρονα και παγιδευμένης σε αυτήν, μόνο με κάποια ψήγματα παρουσιάζεται, κυρίως στο κομμάτι της σχέσης της με τον πεθερό της και τις εμμονικές προσπάθειες εκείνου να την πείσει επιτέλους να πουλήσει (χαμένη σεναριακή ευκαιρία η ασήμαντη εμπλοκή στο στόρι του αντίπαλου δέους του… Ζαν-Ρεμί Μοέ). Η στόχευση στις συνεχόμενες αποτυχίες της μαντάμ Κλικό και στα μόνιμα άγχη της να υπερκεράσει τους διάφορους σκοπέλους (παρά στην ευτυχία της επιτυχίας) δένει άρρηκτα με το γενικότερα βαρύ κλίμα του φιλμ, όσο κι αν οι μπαγαποντιές του εμπορικού της αντιπροσώπου προσπαθούν να δώσουν έναν κατά τι μεθυστικό τόνο στο εγχείρημα. Το λες και παράδοξο, διότι η σαμπάνια αποτελεί το κατεξοχήν ανάλαφρο ποτό που σημαδεύει τις χαρούμενες στιγμές της ζωής.