ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΜΠΕΪΜΠΙ ΤΖΕΪΝ; (1962)
(WHAT EVER HAPPENED TO BABY JANE?)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Όλντριτζ
- ΚΑΣΤ: Μπετ Ντέιβις, Τζόαν Κρόφορντ, Βίκτορ Μπουόνο, Άννα Λι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Δύο αδελφές, πρώην star – η μια ως παιδούλα, και η άλλη ως νεαρή ενήλικη – των τεχνών του θεάματος, ζουν απομονωμένες. Αναπόφευκτα εξαρτημένη η μια από την άλλη. Στοιχειωμένες από ενοχές, άσβεστες ζήλιες, αρρωστημένο ανταγωνισμό και αβάσταχτη πίκρα.
«Ό,τι με θρέφει με σκοτώνει» λέει μια δημοφιλής λατινική παροιμία, που κάποια «άγρια» νιάτα αρέσκονται να διαβάζουν ως αναφορά στο σεξ και σε κάθε είδους εθιστικές ουσίες, αλλά η (οδυνηρή) αλήθεια είναι πως αποτελεί μια εξόχως εύστοχη (αλληγορική) περιγραφή του τι σημαίνει «συγγένεια αίματος πρώτου βαθμού» – ή αλλιώς «οικογένεια». Και αν αμφιβάλλεις δεν έχεις παρά να δεις αυτό το… δηλητηριώδες θρίλερ δωματίου / δράμα χαρακτήρων, που σε αρπάζει από το λαιμό και δε σε αφήνει σε ησυχία, όχι μόνο μέχρι το τελευταίο, συγκλονιστικό δευτερόλεπτό του, αλλά και για πολύ καιρό μετά…
Σοφά ασπρόμαυρο, αφού γίνεται μάρτυρας της σύγκρουσης δύο άκρων: τουτέστιν, τον αλληλοσπαραγμό δύο αδελφών, που ούτε έτυχε, ούτε μπόρεσαν ποτέ να μοιραστούν κοινό τόπο. Η ξανθιά «Μπέιμπι» Τζέιν της Ντέιβις διέπρεψε ως παιδί θαύμα του χορού και του τραγουδιού, επωμιζόμενη στους τρυφερούς ώμους της όλο το βάρος της ευθύνης της εξασφάλισης των προς το ζην για τον πατέρα, τη μητέρα και τη μεγάλη της αδελφή Μπλανς. Καθώς, όμως, μεγαλώνει, χάνει τη φρεσκάδα, τη χάρη και τη χαριτωμενιά της. Το αστέρι της δύει και η καριέρα της τερματίζει. Αντίθετα, η μελαχρινή Μπλανς της Κρόφορντ (άσπονδης εχθρού της Ντέιβις και εκτός οθόνης), στην αφετηρία της ενηλικίωσης της, ανατέλλει ως ανεπιτήδευτη καλλονή και σθεναρή ηθοποιός και βλέπει την καριέρα της να εκτοξεύεται στη μεγάλη οθόνη του σινεμά. Οι ρόλοι μεταξύ των δύο γυναικών αντιστρέφονται. Ο ανταγωνισμός φουντώνει ανάμεσα τους και αποκτά τραγικές διαστάσεις όταν ένα αυτοκινητικό δυστύχημα θα καθηλώσει την Μπλανς σε αναπηρικό καροτσάκι και θα υποχρεώσει τη Τζέιν να αναλάβει τη φροντίδα της.
Η πικρία και η απογοήτευση καθεμιάς τους για τη ζωή που δεν έζησαν τις πλακώνουν σαν τις γοτθικές σκιές που έρπουν όλο και πιο αποπνικτικές στους τοίχους, στα πατώματα και στις γωνίες της αποκομμένης από τα εγκόσμια καθημερινότητάς τους. Η συθέμελη, μοιραία αποδόμηση της μεταξύ τους σχέσης αντανακλάται στους παραμελημένους, αραχνιασμένους, υπό κατάρρευση χώρους της πάλαι ποτέ μεγαλειώδους χολιγουντιανής κατοικίας τους. Και η ενστικτώδης, αναγκαία, αλλά αδύνατη επιθυμία της Τζέιν να ξαναβρεί τη χαμένη της, ανήλικη αθωότητα και ταυτόχρονα να αναλάβει ξανά το ρόλο της ενήλικης… κολώνας του σπιτιού εκδηλώνεται με εμμονοληπτικά, επικίνδυνα παιχνίδια εξουσίας και ελέγχου, αλλά και – σταδιακά όλο και πιο κοντά στα σύνορα της τρέλας – ξεσπάσματα γκροτέσκου παλιμπαιδισμού.
Αμφότερες μόνο τυπικά σε κόντρα ρόλους, οι – υποψήφια για Όσκαρ – Ντέιβις (ως θύτης) και Κρόφορντ (ως θύμα) αποφεύγουν το σκόπελο της ρηχής καρικατούρας (στον οποίο πολύ εύκολα θα μπορούσαν να στουκάρουν τόσο η Μπλανς, όσο – κυρίως – και η Τζέιν), για να δώσουν ουσιαστική, απτή υπόσταση σε δύο ανεκπλήρωτα ανθρώπινα πλάσματα, που αυτοκαταστρέφονται και αλληλοκαταστρέφονται. Συνειδητά και ασυνείδητα. Δοκιμάζοντας να πάρουν εκδίκηση αν όχι από τη «σκύλα» ζωή που είναι απρόσιτη, τότε η μια από την άλλη: από το ίδιο τους το αίμα, που τους τρέφει και τους σκοτώνει…