48 ΩΡΕΣ ΣΤΗΝ ΤΑΪΒΑΝ (2024)
(WEEKEND IN TAIPEI)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζορτζ Χουάνγκ
- ΚΑΣΤ: Λουκ Έβανς, Σουνγκ Κανγκ, Γκουέι Λουν-Μέι, Γουάιτ Γιανγκ, Πέρνελ Γουόκερ, Πάτρικ Λι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Αμερικανός πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών μεταβαίνει «σκαστός» στην Ταϊβάν προκειμένου να πάρει στα χέρια του ενοχοποιητικό σημειωματάριο μεγαλέμπορου ηρωίνης, με τον οποίο έχει ανοιχτές παρτίδες από το παρελθόν. Οι εκκρεμείς λογαριασμοί του, όμως, δεν περιορίζονται στο αμιγώς εγκληματικό πεδίο, αλλά επεκτείνονται και στο αισθηματικό.
Είτε από την καρέκλα του σκηνοθέτη, είτε από τη θέση του παραγωγού, ο Λικ Μπεσόν μοιάζει να έχει γυρίσει άπειρες ταινίες σαν το «48 Ώρες στην Ταϊβάν». Έπειτα, λοιπόν, από το καλύτερο έργο του εδώ και πολλά χρόνια («Dogman»), ο πολυπράγμων Γάλλος επιστρέφει στον τόπο που κατά δήλωσή του ερωτεύτηκε στα γυρίσματα της… προηγούμενης καλύτερης δουλείας του («Lucy»), επιχειρώντας σ’ ένα είδος που από τη μακρινή εποχή του «Nikita» (1990), αλλά και την πιο κοντινή της «Αρπαγής» (2008), έχει δείξει πως κατέχει καλά.
Το παράδοξο για το φιλμ είναι πως η απόφαση του Μπεσόν ν’ αναθέσει τα σκηνοθετικά καθήκοντα στον αγνοούμενο από τη δεκαετία του ‘90 (!) μεροκαματιάρη Τζορτζ Χουάνγκ δεν του γυρίζει boomerang, σε αντίθεση με την προσωπική του εμπλοκή στο σενάριο, καθώς οι (ολοφάνερα) δικές του πινελιές είναι αυτές που ενίοτε εκτροχιάζουν την (σε γενικές γραμμές) διασκεδαστική πλοκή. Το γνωστό κόλλημα του Γάλλου με τις έννοιες της οικογένειας και της αφοσίωσης δίνει στην ταινία έναν επαναλαμβανόμενο μελοδραματικό τόνο, που εκτός από αχρείαστος απομακρύνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την αφήγηση από το ολοφάνερα χαβαλεδιάρικο στυλ της. Οι χαμένοι εραστές που ξανασμίγουν μετά από δεκαπέντε χρόνια, αναπολώντας (μέσω flashback) τις λεπτομέρειες του άτυχου ειδυλλίου τους, με bonus την ύπαρξη «αγνώστου ταυτότητας» παιδιού, περισσότερο πυροβολεί τα πόδια του καταστασιακού το οποίο έχει στηθεί κατά το πρώτο μέρος του έργου, παρά εμβαθύνει στο νόημα της αιώνιας αγάπης και της πατρικής υποχρέωσης. Πόσω μάλλον όταν, εν τω μεταξύ, η πληγωμένη μητέρα έχει απρόθυμα παντρευτεί (διά λόγους προστασίας) τον αρχιγκάνγκστερ που ο δήθεν νεκρός πρώην της καταφθάνει για να μπαγλαρώσει εντός αυστηρού 48ώρου ορίου, μιας και στη συγκεκριμένη περίπτωση δρα εκτός υπηρεσίας!
Οι σκηνές δράσης θυμίζουν τα άπαντα του είδους που ο Μπεσόν τόσο πιστά υπηρετεί για χρόνια, με την πιο κοντινή ομοιότητα από τα δικά του (τουλάχιστον) φιλμ να διεκδικείται από τη σειρά «Transporter». Ο Λουκ Έβανς καταθέτει κάτι από τον ατακαδόρικο σαρκασμό του Τζέισον Στέιθαμ καθώς παίζει αβέρτα χορογραφημένα κλωτσομπουνίδια (με μακράν καλύτερη σεκάνς εκείνη της έναρξης με το ξυλίκι στην κουζίνα του εστιατορίου), η δε πρώην (αλλά προφανώς και… νυν) μεγάλη του αγάπη διαθέτει ιδιαίτερο πάθος για τα ακριβά αυτοκίνητα και τις υψηλές ταχύτητες. Το άξαφνο homage στο «Πρόγευμα στο Τίφανις» (1961) σε αφήνει με την απορία για το τι ακριβώς ήθελε (τελικά) να πει ο ποιητής, το αντρίκιο ξεκαθάρισμα εντός κινηματογραφικής αιθούσης (όπου από πίσω προβάλλονται «Τα Ιπτάμενα Στιλέτα»!) μάλλον το ρομάντζο τους ζήλεψε και όχι την πολύχρωμη wuxia πανδαισία, ενώ η προσήλωση του τσαμπουκαλή πιτσιρικά στην οικολογία, για την οποία οι (νόμιμες) επιχειρήσεις του πατριού του δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή, μόνο ως υπερβολική (στα όρια της γραφικότητας) μπορεί να χαρακτηριστεί. Όταν, όμως, βαρούν ομοβροντίες στους διαδρόμους του πολυτελούς ξενοδοχείου Marriott ή ο καλός πράκτορας Τζον Λόουλορ ρίχνει εναέρια κλωτσιά σε εν κινήσει όχημα, τα προηγούμενα ποσώς ενδιαφέρουν.