ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΝ ΒΕΝΣΑΝ (2023)
(VINCENT DOIT MOURIR)
- ΕΙΔΟΣ: Υπαρξιακή Δραμεντί Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στεφάν Καστάν
- ΚΑΣΤ: Καρίμ Λεκλού, Βιμάλα Πονς, Φρανσουά Σατό, Εμανουέλ Βεριτέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η καθημερινότητα ενός συνηθισμένου άνδρα ανατρέπεται όταν συνειδητοποιεί πως ανά πάσα ώρα και στιγμή άγνωστοι του επιτίθενται με σκοπό τον σκοτώσουν! Ο κόσμος τρελάθηκε ή κάτι άλλο συμβαίνει;
Διαθέτει ένα ενδιαφέρον σεναριακό εύρημα το «Σκοτώστε τον Βενσάν», όμως, στο σύνολό του πέφτει θύμα της αναποφασιστικότητας (ίσως και της απειρίας) του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Στεφάν Καστάν. Ο Γάλλος auteur, ενώ έχει στα χέρια υλικό άκρως ταιριαστό σε καθαρόαιμη, σουρεάλ μαύρη κωμωδία, εγκαταλείπει γρήγορα τη συγκεκριμένη προοπτική επιλέγοντας να κινηθεί στις ασφαλείς ράγες μιας διόλου πρωτότυπης ιστορίας… αγάπης, η οποία φουντώνει σ’ ένα περιβάλλον που μοιάζει να έχει βγει μέσα από μία μετα-αποκαλυπτική συνθήκη… ζόμπι μυθολογίας!
Παρά το γεγονός πως το φιλμ διαθέτει σημαντικότατες επιρροές από το «Ζουν Ανάμεσα Μας» (1988), καθώς κι από το σύνολο της φιλμογραφίας του Τζορτζ Ρομέρο, είναι νομίζω πιο εύστοχο να συγκριθεί με το πρόσφατο «Ονειρικό Σενάριο». Σε αμφότερες τις ταινίες, δύο φιλήσυχοι άνθρωποι γίνονται (για ακατανόητους προς αυτούς λόγους, αρχικά) στόχος επιθέσεων από ένα ετερόκλητο όσο και μανιασμένο πλήθος. Ενώ, όμως, ο καθηγητής βιολογίας του Νίκολας Κέιτζ βίωνε στο πετσί του την #cancel κουλτούρα της εποχής μας, δίνοντας στην περιπέτειά του μία παρανοϊκή διάσταση ψυχαναλυτικής σάτιρας, ο γραφίστας της διπλανής πόρτας του Καρίμ Λεκλού αρχίζει να περιφέρεται στις γαλλικές εξοχές επιχειρώντας να σώσει τη ζωή του δίχως (σεναριακή) πυξίδα. Το ερωτικό αίσθημα, που με το πρόσωπο της Βιμάλα Πονς επιβιβάζεται σε κάποια στιγμή στο αυτοκίνητό του, ρίχνει ολοφάνερα τις όποιες στροφές που (μάλλον) πήγαινε ν’ ανεβάσει η ολούθε υποβόσκουσα βία, ενώ (ακόμα χειρότερα) το hint της μυστήριας διαδικτυακής ομάδας «The Sentinel» (με vibes μέχρι κι από… «John Wick»!) παραμένει σταθερά υπό πέπλο… μυστηρίου περνώντας εγκληματικά ανεκμετάλλευτο, σαν ν’ αποτελούσε μέρος ενός σεναριακού draft που στην πορεία συγγραφής του κάπου ξεχάστηκε.
Η προσπάθεια για κάτι το διαφορετικό στο πλαίσιο του σύγχρονου γαλλικού σινεμά δηλώνει παρούσα από τα πρώτα κιόλας περιστατικά ξυλοδαρμού του Βενσάν (στον χώρο εργασίας του), τα οποία εξάπτουν την περιέργεια διαθέτοντας έναν offbeat τόνο. Η συνέχεια αφήνει την εντύπωση πως ο σκηνοθέτης δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να μπολιάσει το σινεμά φαντασίας με τη μαύρη κωμωδία, στρέφοντας εύλογα το τιμόνι του προς τα τετριμμένα και συνήθη, κάτι που ως φαινόμενο παρατηρήσαμε στο έτερο κι ανάλογο γαλλικό κρούσμα του «Ζωικού Βασιλείου» (2023). Ο φόβος της προσωπικής κατάρρευσης και της απομόνωσης εξετάζεται μάλλον εύστοχα υπό το πρίσμα της επισφαλούς (από social media, πανδημίες και τα ρέστα) εποχής μας, εν τούτοις, η σύγχυση που στην πορεία προκύπτει εξαιτίας της αποτυχημένης ενδοσκοπικής στόχευσης του στόρι, ευνουχίζει άγρια την ένταση (ή την καλώς εννοούμενη πλάκα, έστω) που επιχειρείται να χτιστεί.