VICTORIA (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεμπάστιαν Σίπερ
- ΚΑΣΤ: Λάια Κόστα, Φρέντερικ Λάου, Φραντς Ρογκόφσκι, Μπουράκ Γιγκίτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 138'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Μια νεαρή Ισπανίδα μετανάστρια στο Βερολίνο γνωρίζει μια παρέα νεαρών Βερολινέζων και μαζί τους άθελά της (;) μπλέκεται στην πιο περιπετειώδη, και πιθανώς θανατηφόρα, νύχτα της ζωής της, συμμετέχοντας σε μια ληστεία.
Αρκετοί έχουν κατορθώσει / φιλοδοξήσει, ή ακόμα και προσπαθήσει, να γυρίσουν μια μεγάλου μήκους ταινία – μονοπλάνο. Ακόμα λιγότεροι έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν ένα τέτοιο εγχείρημα. Και να ένα φιλμ από την Γερμανία, και από έναν σχετικά «άπειρο» σκηνοθέτη (μόλις τέσσερις ταινίες στη φιλμογραφία του), που καταφέρνει διακριτικά, χωρίς μεγαλοστομίες και ανελέητο marketing, όχι μόνο να μπει στην τόσο μικρή λίστα αυτών που «τα κατάφεραν», αλλά στην ακόμα μικρότερη εκείνων που τα κατάφεραν επιτυχημένα.
Μέσα σε διάστημα 138 λεπτών (real-time πάντα, έτσι;), ο Σίπερ και η σχεδόν «ηρωική» ομάδα παραγωγής του, μας ταξιδεύουν από ένα rave club, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, σε ένα υπόγειο parking και στο απίστευτο κρεσέντο του τελευταίου κεφαλαίου της ιστορίας, στους δρόμους του Βερολίνου λίγο πριν το ξημέρωμα. Αυτό που κάποιοι θεωρούν κινηματογραφική τρέλα, να γυρίσεις μια ολόκληρη ταινία χωρίς ίχνος μοντάζ, ο Σίπερ το καταφέρνει σχεδόν απρόσκοπτα, και μάλιστα όχι εκ του ασφαλούς, γυρίζοντας κατά βάση σε εσωτερικούς (και άρα πολύ πιο ελεγχόμενους) χώρους, αλλά στην πλειοψηφία των σκηνών στους – μισοέρημους – δρόμους του Βερολίνου, όπου όλα θα μπορούσαν να συμβούν (αλλά ευτυχώς δεν συνέβησαν!).
Έχοντας προσωπική εμπειρία από τη συμμετοχή του στο «Τρέξε, Λόλα, Τρέξε» (1998) ως ηθοποιός (αυτό ώς σήμερα αποτελεί και το κύριο επάγγελμά του), ο Σίπερ σίγουρα έχει επηρεαστεί, τόσο από την ιστορία της ταινίας του Τομ Τίκβερ όσο και από τους φρενήρεις ρυθμούς της – μόνο που αυτός το πάει ένα (γιγαντιαίο) βήμα μπροστά με τη χρήση του μονοπλάνου. Καλλιτεχνικά, μπορείς να βρεις τα κάποια λαθάκια της ασφαλώς (κάποιες σκηνές γίνονται σταδιακά αναιμικές, χάνοντας κατά καιρούς τη συνοχή τους, κάποιες κάνουν λίγη «κοιλίτσα»), πράγματα δηλαδή που βρίσκεις σε οποιαδήποτε ταινία στην οποία υπάρχει και… μοντέρ στο δωμάτιο. Οι δε ηθοποιοί κάνουν τα πάντα ώστε το δημιούργημα του Σίπερ να αναγνωριστεί ως μια αξιόλογη ταινία, και όχι απλά ένα κινηματογραφικό πείραμα / εγχείρημα. Ιδιαίτερα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Κόστα και Λάου (η νεαρή Ισπανίδα, ειδικά, είναι αποκάλυψη) «ζουν» τόσο βαθιά τους ρόλους τους που απλά δεν χρειάζονται μοντέρ και απανωτές λήψεις, αυτοσχεδιάζοντας αλλά και μένοντας στο σενάριο με εξαιρετικό νατουραλισμό.
Τα τέσσερα αστεράκια που βλέπετε από πάνω αντικατοπτρίζουν, όχι τόσο την ίδια τη σεναριακή ιστορία της ταινίας, που λίγο-πολύ την έχουμε ξαναδεί, όσο την πραγματική ευτυχία να βλέπεις ένα μεγάλο κινηματογραφικό ρίσκο να στέφεται με τόσο μεγάλη επιτυχία. Και γι’ αυτόν τον λόγο, για το ρίσκο στ’ οποίο πολλοί απέτυχαν, ονειρεύτηκαν ή παράτησαν στη μέση ως «τρέλα», η υπογράφουσα βγάζει το καπέλο στον Γερμανό σκηνοθέτη και στην υπέροχη «Victoria» του.