Ο ΔΕΣΜΩΤΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΓΓΟΥ (1958)
(VERTIGO)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλφρεντ Χίτσκοκ
- ΚΑΣΤ: Τζέιμς Στιούαρτ, Κιμ Νόβακ, Μπάρμπαρα Ντελ Γκέντις, Τομ Χέλμορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Ντετέκτιβ του Σαν Φρανσίσκο, που πάσχει από ακροφοβία ύστερα από ένα μοιραίο ατύχημα εν ώρα υπηρεσίας στο Αστυνομικό Σώμα, καλείται από παλιό του φίλο να παρακολουθήσει τη σύζυγό του, μια αινιγματική γυναίκα με αυτοκαταστροφικές τάσεις και μια παράξενη ψύχωση με το παρελθόν. Φυσικά, θα γίνει το αντικείμενο του πόθου του, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όχι. Αυτή δεν είναι η καλύτερη ταινία που σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ! Για εκείνη είχα γράψει προ δύο εβδομάδων. Απλά, ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου», πέραν των άπειρων layers ψυχαναλυτικής προσέγγισης που προσφέρει, για να «βουτήξεις» βαθιά μέσα του και να χαθείς, διαθέτει (και) ένα οπτικό μεγαλείο Technicolor παραζάλης που μετατρέπει την κινηματογραφική εμπειρία σε απόλυτη περιδίνηση εντός του «φανταστικού» κόσμου του.
Τι να πρωτοπείς για τον πλούτο των συστατικών αυτού του έργου, το οποίο πρέπει να συνειδητοποιήσετε πως διανεμήθηκε στα σινεμά της Αμερικής τον Μάιο του 1958… με αυτό το φινάλε! Και τότε το «Vertigo» θεωρείτο μια mainstream ταινία ψυχαγωγίας! Για έναν πρώην αστυνομικό ντετέκτιβ που (κατά παραγγελίαν) παρακολουθεί μια άγνωστη γυναίκα, η οποία έχει πάθει ψύχωση με μια νεκρή και επιθυμεί να επισπεύσει το δικό της τέλος. Και γίνεται ερωτικό αντικείμενο πόθου για τον πρώτο, σε άκρατο φετιχιστικό βαθμό, φτάνοντας να ζητά από μια άλλη γυναίκα να «μεταμορφωθεί» στο πρότυπο της δικής του νεκρής, σεξουαλικής φαντασίωσης, ώστε να του επιτραπεί να βιώσει την ολοκλήρωση όχι σε ρομαντικό επίπεδο αλλά σε… οργασμικό!
Το σκηνοθετικό μεγαλείο του Χίτσκοκ απογειώνει κάθε πτυχή του μυστηρίου της πλοκής, ανάμεσα στο ρεαλιστικό και τα όρια ενός ονειρικά φαντασιακού, προσθέτοντας εντάσεις σασπένς και ανατροπές πρωτοφανείς, με τον ίδιο τον σκηνοθέτη να μοιάζει με… προέκταση του ήρωα που υποδύεται ο Τζέιμς Στιούαρτ! Γιατί ο Χίτσκοκ ήταν (πρωτίστως) εκείνος που είχε ψύχωση με τις πρωταγωνίστριές του, εκείνος ήταν που τις μεταμόρφωνε σε ξανθές, θελκτικές υπάρξεις κατά τα δικά του γούστα (σε τόσο λεπτομερή βαθμό, που εδώ υπήρξαν επικές οι διαμάχες του με την Κιμ Νόβακ για το αν θα φορά… στηθόδεσμο ή όχι!), εκείνος ορεγόταν οτιδήποτε το σεξουαλικό που (κατόπιν) μετέφερε το έργο στο μυαλό του θεατή.
Κι ύστερα, υπάρχει… ο Μπερνάρντ Χέρμαν. Από τα μνημειώδη opening credits του Σολ Μπας, το ορχηστρικό θέμα με τα απειλητικά πνευστά του συνθέτη δίνει στο φιλμ έναν τόνο που κάθε σκηνοθέτης θα… πέθαινε για να έχει, ένα είδος κατάβασης στον «άλλο κόσμο», που μπολιάζει το φιλήδονο μέσα στο άγνωστο και αργότερα, με το «Scene d’Amour», μετατρέπει το ρομαντικό σε νεκρώσιμη ακολουθία που επιτρέπει μέσω των εγχόρδων να σου αρπάζει την ανάσα και να φρενάρει το καρδιοχτύπι σου, κάνοντάς σε να δυσφορείς από τη δραματικότητα της μελωδίας. Ο συνδυασμός εικόνας και ήχου στο «Vertigo» προκαλεί ρίγη ή φέρνει δάκρυα. Τίποτα λιγότερο.
Το έχω ξαναπεί πολλάκις. Ο Χίτσκοκ είναι ο σημαντικότερος σκηνοθέτης που υπήρξε ποτέ στα χρονικά της 7ης Τέχνης. Δεν ξέρω τι σινεμά θα βλέπαμε, και σήμερα κι εδώ και τόσες δεκαετίες, δίχως τη συμβολή του στον τρόπο που «χανόμαστε» μέσα στη μεγάλη οθόνη. Καλύτερη ταινία όλων των εποχών (σε αμέτρητες λίστες κριτικών και κινηματογραφιστών); Όχι απαραίτητα. Αλλά ένα οπτικό ποίημα που σε στροβιλίζει μέσα σε συναισθήματα και στο σκοτεινό, ενοχικό και ανικανοποίητο υποσυνείδητο του δημιουργού του.