Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ (2024)
(VERBRANNTE ERDE)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμας Αρσλάν
- ΚΑΣΤ: Μίζελ Ματίτσεβιτς, Μαρί Λιουνμπέργκερ, Αλεξάντερ Φέλινγκ, Τιμ Σέφι, Μαρί-Λου Σέλεμ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS / ROSEBUD.21
Έπειτα από αρκετά χρόνια εγκλεισμού, ο Τρόγιαν επιστρέφει στον βερολινέζικο κόσμο του εγκλήματος, για ν’ ανακαλύψει πως η μεταξύ κλεφτών εντιμότητα είναι κάτι το ανύπαρκτο.
Η ανάληψη και ολοκλήρωση της δουλειάς είναι το εύκολο κομμάτι της. Η πληρωμή της είναι το δύσκολο. Και αυτό είναι κάτι που ο λιγομίλητος Τρόγιαν το μαθαίνει για τα καλά. Τα δεκατρία χρόνια που πέρασε στη φυλακή μπορεί να μην τον άλλαξαν καθόλου, όμως, το Βερολίνο που τόσο καλά ήξερε… έχει πάει περίπατο. Και όταν είσαι επαγγελματίας του εγκλήματος, αυτό μπορεί ν’ αποδειχθεί σοβαρό πρόβλημα.
Ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης Τόμας Αρσλάν, δίνει με τη «Ληστεία του Βερολίνου» συνέχεια στο δικό του (και απρόβλητο στη χώρα μας) «Im Schatten» (2010), δείχνοντας πως διαθέτει μια απεριόριστη αγάπη για το σινεμά του Ζαν-Πιερ Μελβίλ. Επιμένοντας διαρκώς να υπενθυμίζει πως οι ψύχραιμοι εγκληματίες είναι οι μακράν πιο αποτελεσματικοί και το σκοτάδι αποτελεί για τον υπόκοσμο τη μοναδική συνθήκη λειτουργίας, ο Αρσλάν παρουσιάζει μία εκδοχή της παραβατικότητας που θα ταίριαζε γάντι στον Γάλλο δάσκαλο. Ο κουλαριστός χαρακτήρας του Τρόγιαν δηλώνεται άλλωστε από την εναρκτήρια σεκάνς, όταν στην προσπάθειά του να σπρώξει παρτίδα ακριβών ρολογιών που έχει αφαιρέσει από σπίτι πλουσίων, δεν τα χάνει με το που ο επίδοξος αγοραστής και φίλος του πάει να του τη φέρει. Η αγοραπωλησία δεν ολοκληρώνεται, όμως, εκείνος έχει συνεχώς το πάνω χέρι, ευρισκόμενος πάντα ένα βήμα μπροστά από τον άλλον.
Η φάση με τα ρολόγια δεν αποτελεί παρά την εισαγωγή στον κόσμο του Τρόγιαν, ο οποίος σύντομα δέχεται πρόταση φίλης από τα παλιά για ένα μεγάλο κόλπο που (ενδεχομένως) θα τον κάνει να σκεφτεί μέχρι και τη συνταξιοδότηση. Η κλοπή ενός πίνακα του Κάσπαρ Ντέιβιντ Φρίντριχ κρύβει τρελά κέρδη, στα οποία ο Τρόγιαν, παρά τις αναστολές του για τη σύνθεση της ομάδας απαλλοτρίωσης, δεν μπορεί να πει όχι. Ο σχηματισμός των επίδοξων ληστών, βέβαια, χαρακτηρίζεται ως τουλάχιστον αρχετυπικός: ο μάγκας που πάει για την τελευταία μπάζα, ο οδηγός διαφυγής, ο hacker, ο εγκέφαλος της δουλειάς και ο καργιόλης που θα γαμήσει τους πάντες σ’ έναν φαινομενικά άχαστο συνδυασμό κινηματογραφικού heist.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται σαν κλασικής γραφής θρίλερ εγκλήματος, όμως, τα πράγματα δεν εξελίσσονται ακριβώς έτσι. Ο Αρσλάν δίνει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στο στυλ παρά στη σεναριακή ουσία, πλην όμως… άλλα τα μάτια του «Αστυνόμου» (1972) κι άλλα του «Βερολίνου»! Διατηρώντας καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας του ένα minimum διαλόγων και μία λανθάνουσα αδιαφορία για τη σκιαγράφηση των βασικών της χαρακτήρων, ο Αρσλάν ποντάρει τα πάντα στη νυχτερινή ατμόσφαιρα της γερμανικής πρωτεύουσας και στις ξαφνικές εκρήξεις βίας. Τούτο δεν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κλειστοφοβικού κλίματος αγωνίας (σεναριακά twist επί της ουσίας δεν υπάρχουν), αλλά μία επιτηδευμένη αποξένωση που, φευ, κρατά τον θεατή σε απόσταση από τα δρώμενα. Η μελαγχολία της μοναξιάς του απατεώνα είναι αυτή που στο τέλος κερδίζει ως έννοια στη «Ληστεία», καθώς οι υπηρέτες του εγκλήματος πέφτουν σταδιακά θύματά της. Ως εκ τούτου, η ένταση σταδιακά χάνει σε συναρπαστικότητα και η βία φαίνεται πως υπάρχει… για να υπάρχει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στο τέλος κάποιος πρέπει να πληρώσει αυτόν που έφερε εις πέρας τη δουλειά. Και όσο και να ‘χει αλλάξει η πόλη, αυτό είναι κάτι που ο Τρόγιαν το γνωρίζει καλύτερα… από πάντα.