Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ (2019)
(VAULT)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τομ ΝτεΝούτσι
- ΚΑΣΤ: Θίο Ρόσι, Κλάιβ Στάντεν, Σαμίρα Γουάιλι, Τσαζ Παλμιντέρι, Ντον Τζόνσον, Γουίλιαμ Φορσάιθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Κολλητοί μικροαπατεώνες συνεργάζονται με μαφιόζο εγκληματία και επιχειρούν να κάνουν μία από τις μεγαλύτερες ληστείες στην ιστορία, κλέβοντας χρήματα της Μαφίας.
Η δεκαετία του ’70 δεν είναι ο πιο πρωτότυπος χρόνος ως περιβάλλον για περιπέτεια με θέμα μια μεγάλη ληστεία. Από τον Σκορσέζε μέχρι τον Λουμέτ ή και νεότερους δημιουργούς του ανεξάρτητου σινεμά, τα ‘70s έχουν λειτουργήσει ως ένα πολύχρωμο πλαίσιο για ληστείες και καταδιώξεις με ένα επιπλέον touch διαφορετικής εποχής. Στη δική του περιπέτεια, ο Τομ ΝτεΝούτσι χρησιμοποιεί μια πιο άτονη χρωματική γκάμα που κινείται στις αποχρώσεις του εκρού-μπεζ-καφέ. Το κακό είναι ότι το ίδιο άτονη είναι και η σκηνοθεσία.
Ο Ντους και ο Τσάκι είναι δύο μικροαπατεώνες που ληστεύουν μαγαζιά αντίστοιχα της κατηγορίας τους, δηλαδή μικρομάγαζα. Σε ένα από αυτά, ένα ενεχυροδανειστήριο, ο Ντους θα συναντήσει την Κάριν. Είναι μία από τις ομήρους, που δεν κωλώνει να αντιμιλήσει στους ληστές. Το αποτέλεσμα είναι ο Ντους να τσιμπήσει με τον τσαμπουκά τής νεαρής Αφροαμερικανίδας και να την κυνηγάει μέχρι να γίνουν ζευγάρι.
Οι δύο wannabe εγκληματίες εμπλέκονται κάποια στιγμή μέσα σε έναν κύκλο πολύ μεγαλύτερων κακοποιών, μεταξύ των οποίων είναι ο Τζέρι και ο Ρέιμοντ, ο οποίος αναθέτει στο δίδυμο να οργανώσει και να πραγματοποιήσει μια εξαιρετικά φιλόδοξη ληστεία: να κλέψει περισσότερα από 30 εκατομμύρια δολάρια, όχι απλώς από μια τράπεζα ή κάποιον οργανισμό, αλλά λεφτά που ανήκουν στη Μαφία. Για να επιτύχουν τον στόχο τους, ο Ντους και ο Τσάκι συνεργάζονται με έναν αρκετά μεγάλο αριθμό «συναδέλφων» τους. Όπως φαίνεται, δοκιμάζουν να εκτελέσουν ένα σχέδιο πολύ μεγαλύτερο από τις δυνατότητές τους. Το ίδιο, δηλαδή, που συμβαίνει και με τον σκηνοθέτη – σεναριογράφο της ταινίας.
Η «Ληστεία της Μαφίας» δεν είναι μια ταινία πραγματικά κακή. Δεν είναι, όμως, και μία ταινία που πρόκειται να αφήσει το οποιοδήποτε στίγμα. Οι λόγοι είναι απλοί και σαφείς. Κατ’ αρχάς οι χαρακτήρες είναι μονάχα μερικώς ανεπτυγμένοι. Όσο κι αν παρουσιάζονται ως δίδυμο, στην ουσία το σενάριο ασχολείται μαζί τους ξυστά, ασχολείται μαζί τους και τους βλέπει περισσότερο σαν φιγούρες παρά ως χαρακτήρες με βάθος. Σε ό,τι αφορά τον τόπο, η μικρή Πολιτεία του Ρόουντ Άιλαντ δεν αξιοποιείται ως ένα ασυνήθιστο location για την πραγματοποίηση μιας εντυπωσιακής ληστείας. Δεν είναι η Νέα Υόρκη, δεν είναι το Λος Άντζελες, είναι ένα… mini United State of America, η ιδιαίτερη προσωπικότητα του οποίου παραμένει παντελώς αναξιοποίητη.
Όταν είναι μισομαγειρεμένα τα πού και το ποιοι, περιμένεις ίσως ικανοποίηση από το πώς. Ωστόσο, τα είπαμε παραπάνω. Άτονη χρωματικά, ψιλοαδιάφορη σκηνοθετικά, παραλείπει να ασχοληθεί με κομμάτια σημαντικά, όπως η αναλυτική προετοιμασία της ληστείας ή το αν τελικά ο Ντους και ο Τσάκι κινδυνεύουν από κάποιον. Αν υπήρχε η δυνατότητα η ταινία να ξεχωρίσει για κάποιον λόγο, ο ΝτεΝούτσι τη χάνει.