Η ΖΩΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ (2016)
(UNE VIE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στεφάν Μπριζέ
- ΚΑΣΤ: Ζουντίτ Σεμλά, Ζαν-Πιερ Νταρουσέν, Σουάν Αρλό, Νινά Μερίς, Φίνεγκαν Όλντφιλντ, Γιολάντ Μορό, Ολιβιέ Περιέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Από τη χαρά των μικράτων μέσω των δοκιμασιών του γάμου & της μητρότητας στη δυστυχία (και τανάπαλιν;), οι εμπειρίες κόρης βαρώνων στη νορμανδική ύπαιθρο τον 19ο αιώνα, με βάλσαμο το αποζητάν της θύμησης. Dur dur d’être bébé και femme. Juste un peu, πάντως…
Μπορεί να αποτελέσει δείγμα αυτοπεποίθησης, Ρουβίκωνα τόλμης και κατάκτηση ωρίμανσης, αλλά συνήθως αποδεικνύεται παγίδα για έναν Γάλλο σκηνοθέτη το σινεμά εποχής. Το ότι ο Στεφάν Μπριζέ στρέφεται για πρώτη φορά σε αυτό μετά από έξι μεγάλου μήκους, αναμετρώμενος μ’ ένα έργο θεμελιώδες για τον ανεπίσημο τρίτο δρόμο (μεταξύ ρεαλισμού και νατουραλισμού) της ξακουστής γραμματείας του 19ου αιώνα της χώρας του αλλά και για το corpus τού Γκυ ντε Μωπασάν (το ίσως καλύτερο και παρθενικό του μυθιστόρημα), και ταυτόχρονα με μια προηγηθείσα ανάγνωσή του στα 35mm απ’ τον Αλεξάντρ Αστρύκ το 1958, καταλέγεται σαφώς στις επιτεύξεις της εν Ελλάδι συντριπτικά εμπορικά απρόβλητης φιλμογραφίας του – διαψεύδοντας, δυστυχώς, στο ύστερο του δίωρου βίου της τη βάσιμη αίσθηση του αριστουργήματος που γεννά κατά τη διάρκειά της.
Δεύτερος σπορέας αυτής της μεταφοράς και των πρώτων υπερθετικών εντυπώσεων, κατά τον τρόπο που «Η Τριαντάχρονη Γυναίκα» του Μπαλζάκ και το «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ γονιμοποίησαν διαφοροποιητικά το λογοτέχνημα – πηγή του ντε Μωπασάν, είναι, εκτός του Φραντσέζου εμπνευστή της θεωρίας της κάμερας – στυλό, ο «Έντβαρντ Μουνκ» του Πίτερ Γουότκινς. Το σήμα κατατεθέν του, οι διάλογοι που ξεστρατίζουν σε σκηνές άλλες από εκείνες απ’ όπου προέρχονται, συναντάει την αφήγηση off, που στιγματίζει την εκδοχή του Αστρύκ, χαρακτηριστικά στα πρώιμα εδάφια, ενώ η μουντά γκρίζα και φυσικά φωτισμένη παλέτα της πειραματικής βιογραφίας τού ζωγράφου της «Κραυγής» απ’ τον Άγγλο χαμαιλέοντα auteur φορτώνεται προϊόντος του χρόνου και μέχρι το τέλος σ’ αυτή την ιστορία μιας γυναίκας που δεν (έχει μάθει και γι’ αυτό δεν) μπορεί να κραυγάσει έγκαιρα ότι η γυναίκα έρχεται στη ζωή και φεύγει απ’ αυτήν για να πληγωθεί και να πονέσει.
Προστατευτικό της ευγενούς ύπαρξής της, κελί της κοντόφθαλμής της θεώρησης του κόσμου, περιοριστικό κλωβό του απατηλού ορίζοντα της ευτυχίας της ο Μπριζέ καθιστά το τετράγωνο κάδρο (και με τα εσωτερικά πλάνα να αιχμαλωτίζουν τις φιγούρες σχεδόν μόνιμα σε μπούστο αλλά και σχεδόν ποτέ σε gros), που επίσης εγκιβωτίζει στις διαστάσεις τού rustique αντικέ View-Master ό,τι ο Αστρύκ είδε αλλιώς (ως νεύμα σεβασμού στους ιμπρεσιονιστές – του χρωστήρα και του πανιού) και περιτετμημένα (μόνο το πρώτο ήμισυ του βιβλίου, με τέρμινο τη δραματική απελευθέρωση της ηρωίδας από τον συζυγικό της υμέναιο). Ευθυγραμμιζόμενος κατά τι μαζί του στην κόντρα λυρική υποκριτική γραμμή και στην αντικλασική μεταχείριση, αλλά αντί του voice-over με τις αναμνησιακές εκλάμψειες της Ζαν ως καίριο αφηγηματικό εργαλείο.
Oui, αυτά τα souvenirs, οι ανακλήσεις, είναι η παραμυθία τού θηλυκού μας και το σύνθεμα (καθώς το πιάνο του Ολιβιέ Μπομόν δοκιμάζει κάτι à la manière de πονετικός Λεγκράν σε αραιά χωρία) une merveille alternative για όποιον με τα παραδοσιακά μελοδράματα έντασης εποχής περνάει… περίοδο, ενώ η πατημένα 20 και μητέρα πια Ζαν αρχίζει να (τα) χάνει (με) τον περίγυρό της. Η αγαθή μάνα στην κοσμάρα της, που αποδέχεται τη μοίρα τού έμφυλου ρόλου της και θ’ αποκαλυφθεί ότι επιθυμούσε άλλον απ’ αυτόν που αγάπησε ειλικρινά. Η υπηρέτρια με την οποία συνανατράφηκε, που θα πληρώσει το ότι υπέκυψε σε ένα σαρκικό (ή ταξικά;) σφάλμα. Ένας σύζυγος με τίτλους τιμής μόνο στα χαρτιά που θα την προδώσει δις. Ένα φιλικό τους αριστοκρατικό αντρόγυνο που θα χτυπήσει τραγικά η μπάλα του κροκέ-για-4 τους. «Όλοι ψεύδονται, πάτερ!», θα πει στον πνευματικό της. «Οφείλετε στον εαυτό σας την αλήθεια», θα πει αυτός, προτού αναμάρτητος βάλει τον λίθο συμβάλλοντας στη συμφορά της ενορίτισσας, και την Εκκλησία ως παράγοντα παρακατιανό (εν συγκρίσει προς τη βαρύτητά της στο κείμενο του Μωπασάν) στους λειμώνες της διασκευής τού Μπριζέ.
Απ’ αυτούς τους prêtres και το σχολείο τους κι απ’ το πεπρωμένο του προσπαθεί μάταια να ξεφύγει κι ο μοναχογιός της Ζαν, στο πλάι της οποίας ο μειλίχιος πατέρας της και η φύση, ανέκαθεν το δεύτερο σπίτι τους, θα μείνουν πιστοί. Για πόσο μπορούν, όμως; Οι εποχές αλλάζουν, οι γαίες κι οι άνθρωποί του αρχίζουν να εγκαταλείπουν (με ή άνευ ψεμάτων) το θηλυκό που τα βάφει μαύρα. Μια οικονομικών όρων τροπή – μέγγενη κλιμακώνει και συγκεκριμενοποιεί την έτερη της διττής φύσης τού πορτρέτου του δημιουργού του «Ο Νόμος της Αγοράς»: το (ε, βέβαια) σχόλιο στην ιστορική αρχή της πτώσης των δημοσιονομικά προνομιούχων και κληρονομικώ δικαιώματι ανωτέρων μιας δημοκρατίας, που αρνούνται, δεν θέλουν να καταλάβουν και να σταματήσουν την κατιούσα τους.
Την κατιούσα έχει αρχίσει παράλληλα να παίρνει και το αμείωτο επί 70+ λεπτά ενδιαφέρον σου, καθώς ένα πρόσωπο απ’ το παρελθόν θα τείνει καθοριστική χείρα βοηθείας στην… ανάγωγα ανήμπορη ν’ αντιδράσει madame. Ο εκφραστικά σταθερά θερμός φεγγίτης του Μωπασάν (τον οποίο έχει υποδειγματικά υποβλητικά ντιμάρει το φιλμ) ζεσταίνει σ’ αυτό ακριβώς το σημείο και με αισιοδοξία πλοκής το κοκαλάκι, ο Μπριζέ (δεν) καταφέρνει μόνο (με) την πινελιά του mot à mot φινάλε παρηγορίας να το πετύχει. «Η ζωή ποτέ δεν είναι τόσο όμορφη ή άσχημη όσο νομίζεις», λέει. Κι η ταινία αυτή το ίδιο, αλλιώς μου τα ‘φερε. Πού θα πάει, θα μάθω η γυναίκα…