ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (2024)
(UNE LANGUE UNIVERSELLE)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάθιου Ράνκιν
- ΚΑΣΤ: Πιρούζ Νεματί, Μάθιου Ράνκιν, Ροζίνα Εσμαεϊλί, Σάμπα Βαχεντιουσέφι, Μανί Σολεϊμανλού, Ντανιέλ Φισό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ιράν – Καναδάς, ένα τσιγάρο δρόμος…
Στην «Οικουμενική Γλώσσα», το Ιράν μεταφέρεται στον Καναδά, αλλά μπορεί και να συμβαίνει… το ανάποδο! Η αγαπημένη θεματολογία του ιρανικού κινηματογράφου, όπου η παιδική ζωηράδα μπλέκει με τις ιδιοτροπίες του ενήλικου κόσμου, λειτουργεί αφενός ως φόρος τιμής στην αισθητική άποψη του Γουές Άντερσον (συνδυάζοντάς την με το offbeat χιούμορ του Τεξανού σκηνοθέτη), αφετέρου αντλεί έμπνευση από την τρυφερότητα και τα πάθη που διακρίνουν το σινεμά του Αμπάς Κιαροστάμι. Αν τα παραπάνω ακούγονται παράξενα κι αταίριαστα, είναι επειδή τέτοια ακριβώς είναι!
Η δεύτερη ταινία του Καναδού Μάθιου Ράνκιν βρίθει επιμελούς εκκεντρικότητας. Οδηγούμενος από τον θαυμασμό του για τον ιρανικό κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης ταξίδεψε μέχρι την Τεχεράνη προκειμένου να εντοπίσει τα locations όπου γύρισαν τις ταινίες τους τα ινδάλματά του, θέλοντας να το κάνει… ακριβώς όπως κι εκείνοι. Επιστρέφοντας πίσω στην πατρίδα του και ξεκινώντας τα γυρίσματα για την «Οικουμενική Γλώσσα», έκανε την γενέτειρά του – πόλη του Γουίνιπεγκ – να μοιάζει με ένα μονίμως χιονισμένο προάστιο… ιρανικής πόλης, όπου άπαντες μιλάνε (φυσικά) φαρσί, αγνοώντας (;) πως βρίσκονται στον Καναδά και όχι στα βάθη της Περσίας. Βασικό νόμισμα στην επαρχία Μανιτόμπα, άλλωστε, είναι το ριάλ, ενώ οι τσαγερί και τα σαμοβάρια δίνουν και παίρνουν!
Τα πολλά που το φιλμ οφείλει στον Άντερσον και στον μόνιμο σκηνογράφο του, Άνταμ Στοκχάουζεν, κάνουν «μπαμ» από το πρώτο κιόλας πλάνο. Μέσω ενός προσεκτικά στατικού καδραρίσματος, μπαίνουμε διαμέσου ενός παραθύρου εντός σχολικής αιθούσης, όπου γίνεται του… Γκράουτσο Μαρξ ο χαμός. Ένας απολύτως σαρκαστικός δάσκαλος δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξεμπροστιάζει την επιπολαιότητα των μαθητών του («όταν σας κοιτάζω βλέπω πως υπάρχει πραγματικά λίγη ελπίδα για ανθρώπινη επιβίωση»), αδιαφορώντας για τους άγραφους παιδαγωγικούς κανόνες. Δεν είναι παρά το έναυσμα μιας άκρως σουρεαλιστικής πλοκής, σύμφωνα με την οποία η απώλεια των γυαλιών ενός μικρού μαθητή (εξαιτίας συναπαντήματος με επιθετική γαλοπούλα!) και η επακόλουθη αδυναμία του να διαβάσει το μάθημα στην τάξη (εισπράττοντας τη χλεύη του δασκάλου), κάνει δύο φιλεύσπλαχνες συμμαθήτριές του να προσπαθούν πάση θυσία να βγάλουν από τα παγωμένα νερά της λίμνης ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ιρανικών ριάλ που έχει κολλήσει εκεί, ώστε να του αγοράσουν καινούργια. Η επιμονή και η αποφασιστικότητά τους τις φέρνει σε επαφή με έναν ξεναγό, ο οποίος διεξάγει tour στα όχι και τόσο σπουδαία πολιτιστικά αξιοθέατα του Γουίνιπεγκ. Ένας περίεργος ταξιδιώτης, που αναζητώντας τη μητέρα του επιστρέφει στην πόλη την οποία γεννήθηκε, δίνει μια ακόμα πιο σουρεάλ νότα στα όσα φευγάτα συμβαίνουν επί της οθόνης.
Η ιδιορρυθμία της ταινίας προσδίδει στον παραλογισμό της μία διάσταση που αν την «πιάσεις» τότε μεταμορφώνεται αυτομάτως σε απαύγασμα λογικής. Από την αποθήκη χαρτομάντιλων μέχρι το παγκάκι με τον ξεχασμένο χαρτοφύλακα, η «Οικουμενική Γλώσσα» αποκαλύπτει μια σειρά από τρελά gag, που σε ύφος Ρόι Άντερσον επιχειρούν να ενταχθούν σε μία κάποια αφηγηματική πλοκή, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται τελικά η αναζήτηση της ταυτότητας. Ο ξεναγός Μουσάντ και ο λιγομίλητος Μάθιου λειτουργούν σαν την άλλη όψη ενός ίδιου νομίσματος, αποζητώντας αμφότεροι τις ρίζες τους. Και αν αυτές έχουν για κάποιο λόγο κοπεί, τότε δεν βλάπτει να φτιάξουν άλλες, δικές τους. Η «Οικουμενική Γλώσσα», άλλωστε, δεν έχει να κάνει μόνο με τη στενή έννοια της συνεννόησης και της επικοινωνίας, αλλά με τους δεσμούς της οικογένειας και της σπιτικής θαλπωρής. Είτε στον Καναδά είτε στο Ιράν, είτε με γαλλικά είτε με φαρσί, η ανάγκη αυτή… ολόιδια είναι.