ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΟΛΠΟ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ (2024)
(UN P'TIT TRUC EN PLUS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αρτίς
- ΚΑΣΤ: Αρτίς, Κλοβίς Κορνιγιάκ, Αλίς Μπελαϊντί, Μαρκ Ριζό, Σελίν Γκρουσάρ, Γκαντ Αμπεκασίς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Προκειμένου ν’ αποφύγει τη σύλληψη από την Αστυνομία, δίδυμο ληστών βρίσκει καταφύγιο σε εκδρομή ατόμων με ειδικές ανάγκες. Για να μην κινήσουν υποψίες, ο ένας εκ των δύο θα πρέπει να υποδυθεί τον ΑμεΑ. Τα ευτράπελα και οι παρεξηγήσεις αρχίζουν…
Από τις περίπου τριακόσιες ταινίες που γυρίζονται κάθε χρόνο στη Γαλλία, μία εξ αυτών, περιστασιακά και για λόγους που ενίοτε φαντάζουν ακατανόητοι (για τον υπόλοιπο κόσμο, τουλάχιστον), «σπάει» τα τοπικά ταμεία. Ό,τι ήταν το «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Βόρειοι» για το 2008, οι «Άθικτοι» για το 2011 ή το «Θεέ μου, Τι σου Κάναμε;» για το 2014, ήταν για το 2024 τούτο το «Ένα Μικρό Κόλπο και Κάτι Ακόμα». Προσελκύοντας περί τα 11.000.000 Γάλλων θεατών, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του δημοφιλούς στην πατρίδα του stand-up κωμικού Αρτίς δεν αποτέλεσε μονάχα τη μεγαλύτερη tricolore επιτυχία της περσινής χρονιάς, αλλά κρατά (πλέον) και την ένατη θέση στη σχετική λίστα όλων των εποχών (στην κορυφή βρίσκονται σταθερά από το 2008 οι «Βόρειοι» του Ντανί Μπουν)! Εάν για κάθε μία από τις προαναφερθείσες ταινίες μπορώ να βρω έναν (έστω) λόγο που να δικαιολογεί την εξωφρενική της επιτυχία, για το συγκεκριμένο «Μικρό Κόλπο» δεν δύναμαι να βρω ούτε έναν. Και μακάρι αυτό να ήταν το μοναδικό πρόβλημα…
Διατηρώντας τον ρόλο του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου και του πρωταγωνιστή, ο Αρτίς δίνει στο φιλμ εξαρχής έναν τόνο «one man show», τον οποίο πλαισιώνει με τη σπάνια απόφαση να επανδρώσει το απαραίτητο καστ των ΑμεΑ με ανθρώπους που πάσχουν στ’ αλήθεια από κάποιας μορφής αναπηρία και δεν παίζουν παρά τους εαυτούς τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το φιλμ να βγάζει (σε κάποιες στιγμές) έναν αέρα ανθρωπιάς, εν τούτοις, τούτο είναι το μοναδικό θετικό που θα μπορούσα να βρω στο «Μικρό Κόλπο». Δεν ξέρω τι σόι stand-up κωμικός είναι ο Αρτίς, όμως, ως σκηνοθέτης (και πολύ περισσότερο ως γραφιάς και πρωταγωνιστής) σε κάνει ν’ απορείς με τη δημοφιλία του. Υποδυόμενος τον άνθρωπο με δήθεν νοητική στέρηση, ώστε να μπορέσει να χωθεί απρόσκοπτα στην χαρούμενη ομάδα των αναπήρων που φεύγουν (συνοδεία επιβλεπόντων) για καλοκαιρινές διακοπές, αναλώνεται σε μια σειρά από σταθερά αγέλαστες μούτες και ατάκες που μοιάζουν με συρραφή από διάφορα (άνοστα) gag, αντί να υπηρετούν κάποια συμπαγή σεναριακή ανάπτυξη.
Για την προβλεψιμότητα της πλοκής (σε όλα της τα παρακλάδια) ούτε λόγος να γίνεται, αφού είναι ηλίου φαεινότερο από το πρώτο κιόλας λεπτό πως η συνάντηση των δύο «κακοποιών» με μια χούφτα μη προνομιούχων συνανθρώπων τους, σταδιακά θα τους κάνει να δουν τον κόσμο με διαφορετικό μάτι, αντιλαμβανόμενοι πως υπάρχουν άλλα, πολύ πιο σημαντικά προβλήματα από τα δικά τους. Το «εύρημα» του δίδυμου ληστών αποτελούμενου από πατήρ και υιό ουδέποτε αιτιολογεί την αιτία έμπνευσής του, η δε σκιαγράφηση των ΑμεΑ γίνεται με τρόπο που τείνει όχι απαραίτητα προς τη γελοιοποίηση, σίγουρα όμως προς τη μονομέρεια. Ο καθείς εξ αυτών διατηρεί ένα βασικότατο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο επαναλαμβάνεται διαρκώς (ένας μιλάει σαν τον Νικολά Σαρκοζί, άλλος ακούει μόνο Νταλιντά, άλλος την έχει δει Κριστιάνο Ρονάλντο κτλ.), σε σημείο να μαντεύεις επακριβώς το «ευτράπελο» που έρχεται. Η καλοδεχούμενη (ελαφριά, έστω) καφρίλα του περίπου παρόμοιου βέλγικου «Hasta la Vista» (2011) παραχωρεί τη θέση της εδώ σε μια αφόρητα γλυκανάλατη κορεκτίλα, που μόνο της μέλημα μοιάζει να έχει την αποφυγή του… επαίσχυντου, αλά αδελφών Φαρέλι χοντροκομμένου χιούμορ, παρά να ορθώσει κινηματογραφικό, χιουμοριστικό ανάστημα. Θέμα γούστου, ασφαλώς, πλην όμως… την «αμερικανιά» του «Kingpin» (1996) τη φέρνω καμιά φορά στο μυαλό μου και γελάω, ενώ τούτο εδώ ήδη δυσκολεύομαι να θυμηθώ καλά-καλά πως τελειώνει.