FreeCinema

Follow us

Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (1972)

(UN FLIC)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα Παρανομίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Πιερ Μελβίλ
  • ΚΑΣΤ: Αλέν Ντελόν, Ρίτσαρντ Κρένα, Κατρίν Ντενέβ, Μάικλ Κόνραντ, Ρικάρντο Κουτσιόλα
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE

Κλέφτης και αστυνόμος. Το αιώνιο κυνήγι. Μόνο ο ένας από τους δύο μπορεί να βγει νικητής από τούτη τη μάχη…

Τρεις άνδρες μπαίνουν σε απομονωμένο κατάστημα επαρχιακής τράπεζας με σκοπό να το ληστέψουν. Χάρη στις μεθοδικές τους κινήσεις, φαίνεται πως θα πετύχουν πολύ εύκολα τον στόχο τους. Την ίδια ώρα, αστυνόμος του Παρισιού ξεκινά την καθημερινή του ρουτίνα, περιπολώντας στους δρόμους του κέντρου της πόλης. Σπεύδει σε επείγοντα περιστατικά, προσπαθεί να «ψαρέψει» πληροφορίες από τους ρουφιάνους που έχει στη δούλεψή του, δείχνοντας πάντα σίγουρος για τον εαυτό του. Η δουλειά των ληστών πηγαίνει ρολόι, αφού υπάρχει πλάνο καταστρωμένο στην εντέλεια, ενώ αυτή του αστυνόμου βαδίζει στα τυφλά, μιας και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Την κρίσιμη ώρα, όμως, μια λεπτομέρεια μπορεί να κάνει τη διαφορά. Τη λεπτομέρεια αυτή ο αστυνόμος φαίνεται πως την ελέγχει απόλυτα, οδηγώντας την κάθε περίσταση εκεί που αυτός θέλει. Οι ληστές, από την άλλη, ανακαλύπτουν πως ο ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορεί να ελεγχθεί με την ίδια επιτυχία, με αποτέλεσμα το σχέδιό τους να παρεκλίνει της πορείας του. Μοιάζει πως θα τη βγάλουν καθαρή, καθώς η ζημιά δείχνει διαχειρίσιμη. Δεν μπορούν να ξέρουν, όμως, πως ο αστυνόμος που θ’ αναλάβει την υπόθεσή τους είναι ο μεσιέ Κολμάν. Και αυτός δεν παρεκκλίνει ποτέ της δικής του πορείας.

Αυτό που αποδείχθηκε το τελευταίο φιλμ της καριέρας του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, μπορεί να μην είναι το κορυφαίο του Γάλλου σκηνοθέτη, διαθέτει όμως ένα απαράμιλλο στυλ. Παρουσιάζοντας (ως συνήθως) έναν κόσμο με ανήθικους εγκληματίες, οι οποίοι σχεδιάζουν «τέλεια» κόλπα σε αντιδιαστολή με έναν κομψό όσο και ψυχρό Παριζιάνο αστυνόμο, ο οποίος προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος σε διπλή υπόθεση εγκλήματος όπου οι πρώτοι έχουν εμπλακεί, φαίνεται σαν ο Μελβίλ να χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς και τα σκηνικά της ταινίας του ως αναπόσπαστα μέρη της μονίμως σκούρας μπλε χρωματικής του παλέτας. Το cool shade of blue στο οποίο βυθίζει τα κάδρα του ο Μελβίλ, κάνουν τον «Αστυνόμο» να μοιάζει σαν ν’ ανήκει σε ένα ολοκληρωτικά αυτόνομο σύμπαν, το οποίο στέκει μίλια μακριά από την πεζή πραγματικότητα της… πολυχρωμίας.

Ενίοτε, τούτος ο «Αστυνόμος» μοιάζει σαν την άλλη όψη του «Δολοφόνου με το Αγγελικό Πρόσωπο» (1967), με τη διαφορά πως ο ανέκφραστος εκτελεστής εκείνου έχει περάσει πια στην υπηρεσία του Νόμου. Πρόκειται ουσιαστικά για τον ίδιο μοναχικό άνδρα, ο οποίος δείχνει να έχει κολλήσει σε ένα σύστημα που του υπαγορεύει να ενεργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αν και είναι φανερό (σε αυτόν) πως ο τρόπος αυτός είναι λανθασμένος. Το Παρίσι των δύο ταινιών αναδίδει την ίδια μελαγχολία, με το club στο οποίο υφαίνεται «υπόγεια» το ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σε μπάτσο, ληστή και μοιραία γυναίκα, να θυμίζει έντονα εκείνο στο οποίο ωσάν «Samouraï» ο hitman Κοστέλο πραγματοποιούσε το εναρκτήριο χτύπημα του.

Εάν, όμως, σε εκείνη την πρώτη του συνεργασία με τον Ντελόν, το 1967, ο Μελβίλ κατάφερε να κάνει τον αργό ρυθμό αφήγησης να μοιάζει με zen τελετουργία, σε τούτη την τρίτη και τελευταία (είχε μεσολαβήσει «Ο Κόκκινος Κύκλος») η αφαιρετική πλοκή δεν λειτουργεί το ίδιο επιτυχημένα. Το προαναφερθέν ménage à trois δεν γίνεται ποτέ ουσιαστικό μέρος της πλοκής, η δε σύνδεση ανάμεσα στις δύο «δουλειές» της συμμορίας, που οδηγεί με τα πολλά τον Κολμάν στα ίχνη της, κάνει τη μία να δείχνει ξεκομμένη από την άλλη. Για όλα αυτά τα μικρά ελαττώματα, όμως, καθαρίζει το ευφυούς σύλληψης και εκτέλεσης, εικοσάλεπτης διάρκειας heist σε εν κινήσει τρένο, το οποίο ο Μελβίλ κινηματογραφεί με την περίσσεια υπομονή που στο σύνολο της καριέρας του έδειξε πως διέθετε, αδιαφορώντας για μοντάζ και άλλα τέτοια… βαρετά. Μπορεί να μην πιάνει τα επίπεδα της κορυφαίας κατά τη γνώμη μου σεκάνς ληστείας που έχει καταθέσει ποτέ στο πανί (αναφέρομαι στo κόλπο του casino από το «Bob le Flambeur» του 1956), ίσως ούτε και της κατά πολύ πιο διάσημης παρακαταθήκης του «Κόκκινου Κύκλου» (1970), αποτελεί όμως μία απόπειρα του σκηνοθέτη για κάτι που πλησίαζε τους κώδικες του αμερικάνικου action movie, φιλτραρισμένη μέσα από την προσωπική του, φιλοσοφική σχεδόν προσέγγιση περί παρανομίας. Το έγκλημα για τον Μελβίλ ήταν πάνω απ’ όλα ένα έργο τέχνης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τούτο το κύκνειο άσμα του.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι η πιο σημαντική ταινία της φιλμογραφίας του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, σίγουρα όμως γοητευτική και ακόμα περισσότερο ελεγειακή. Καλή περίπτωση εισαγωγής στο έργο του, αφού συγκεντρώνει το πλήθος των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων, μέσω μιας πιο μαζεμένης διάρκειας σε σχέση με άλλα του φιλμ. Όσοι γνωρίζουν (από τα προηγούμενα) το ύφος του σκηνοθέτη, δεν χρειάζεται να το σκεφτούν καν. Και ας μαντεύουν μετά βεβαιότητος τον νικητή στη μάχη του κλέφτη με τον αστυνόμο.


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.