TWISTERS (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια Καταστροφής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λι Άιζακ Τσανγκ
- ΚΑΣΤ: Ντέιζι Έντγκαρ-Τζόουνς, Γκλεν Πάουελ, Άντονι Ράμος, Μπράντον Περέα, Μόιρα Τίρνεϊ, Χάρι Χέιντεν-Πάτον, Σάσα Λέιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Μετεωρολόγος συνεργάζεται με ριψοκίνδυνο κυνηγό ανεμοστρόβιλων στην Οκλαχόμα, χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες πρόληψης που θα μπορούσαν να σώσουν τους πολίτες από μελλοντικά και ολέθρια χτυπήματα της Φύσης.
Η πρώτη ταινία του Γιαν ντε Μποντ από το 1996 ήταν μία πραγματική απόλαυση θεάματος και ψυχαγωγίας που στέκει μέχρι και σήμερα. Τούτη η επιστροφή στους φονικούς ανεμοστρόβιλους δεν περιλαμβάνει κάτι το τόσο ξεχωριστό, ακόμη και από την άποψη «αναβάθμισης» των οπτικών εφέ μιας πιο σύγχρονης τεχνολογίας, ενώ η επιλογή του να σκηνοθετήσει ο Λι Άιζακ Τσανγκ του «Minari» (2021), μοιάζει με την πιο ακραία καιρική… τρικυμία εν κρανίω που θα μπορούσε να χτυπήσει παρόμοιο φιλμ καταστροφής!
Με ένα ολότελα διαφορετικό καστ από εκείνο του παρελθόντος (εκτός από το γήρας, ουκ ολίγοι μας έχουν αφήσει χρόνους…), το «Twisters» αποτελεί ένα sequel το οποίο κυρίως (επανα)λανσάρει ακριβώς το ίδιο concept, με το σενάριό του να μην είναι ικανό να προσφέρει κάτι το καινούργιο, καθώς η βασική επιστημονική ιδέα αντιμετώπισης και το σχετικό φαινόμενο δεν προσφέρονται για κάποιου είδους update. Ένας ανεμοστρόβιλος κάνει πάντα αυτό που κάνει και τα gadgets που επιχειρεί να «απογειώσει» εντός του η εκάστοτε ερευνητική ομάδα παραμένουν… ίδια.
Το φιλμ ξεκινά με ένα (αναπάντεχα) σκληρό και κάργα δραματικό συμβάν που τραυματίζει ψυχολογικά την κεντρική ηρωίδα Κέιτ Κούπερ και την απομακρύνει από τη μαμά πατρίδα Οκλαχόμα. Πέντε χρόνια αργότερα, ένας πρώην συνεργάτης της που επέζησε της προτείνει να δοκιμάσουν ξανά, για το καλό των συμπολιτών / συμπατριωτών τους, χρησιμοποιώντας ένα καινούργιο ηλεκτρονικό σύστημα τρισδιάστατης παρακολούθησης των ανεμοστρόβιλων, συνδυάζοντας τη δική τους τεχνογνωσία και τον εξοπλισμό που πρωτοείδαμε στο «Twister». Με την επιστροφή της, η Κέιτ θα πέσει πάνω στο entourage ενός φιγουρατζή tornado-chaser με μεγάλη δημοφιλία στο YouTube. Στην αρχή θα υπάρξει ανταγωνισμός, όμως, τα δύσκολα θα τους φέρουν κοντά και ο Τάιλερ Όουενς δεν θα μπορέσει να κρύψει την έλξη του προς τη νεαρή μετεωρολόγο.
Περιέργως (ή μήπως όχι;), ο Τσανγκ αντί να εστιάσει στο στοιχείο της περιπέτειας και σε σκηνές επικών καταστροφών, όσο το δυνατόν πιο καλοφτιαγμένων από εκείνες της ταινίας της δεκαετίας του ’90, δείχνει εντονότερο ενδιαφέρον και προσήλωση προς τη… ρομαντική υποπλοκή του πρωταγωνιστικού ζεύγους, που έρχεται όλο και πιο κοντά καθώς βρίσκεται σε κίνδυνο (με πρώτη αξιοπρόσεκτη σεκάνς δράσης εκείνη του rodeo, κατά τη διάρκεια μιας νύχτας γεμάτης δυσάρεστες εκπλήξεις). Καθώς η ιστορία δεν επιφυλάσσει κάτι το ιδιαίτερα πρωτότυπο ή ανατρεπτικό (πέραν του ποιος δευτεραγωνιστής ή κομπάρσος θα ρουφηχτεί από το «κενό» προς τον ουρανό), το μόνο πράγμα που μένει να μας απασχολεί είναι να ζήσουν τον έρωτά τους η Κέιτ και ο Τάιλερ, μαζί με την εμπειρία μιας χορταστικής κορύφωσης.
Η τελευταία έρχεται… αναγκαστικά αργά, με μια αίσθηση déjà vu από το φιλμ του 1996, καθώς στο background παίζει (ξανά) μια κινηματογραφική οθόνη (τότε με προβολή της «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ σε drive-in), τούτη τη φορά σε vintage αισθητικής κλειστή αίθουσα, στην οποία προβάλλεται ο «Φρανκενστάιν» του 1931. Το αποτέλεσμα εικαστικά είναι πανέμορφο, όταν πίσω από την γκρεμισμένη οθόνη του σινεμά φανερώνεται ένα «σκηνικό» χάους και πλήρους διάλυσης… «αποχρωματισμένο», με ταύτιση αναφοράς στον ανεμοστρόβιλο που χτυπά την επαρχιακή πόλη της Ντόροθι (ξέρετε που…) το 1939.
Η εμμονή του Τσανγκ να δώσει βάρος στο love story (το οποίο, ατυχώς, δεν έχει γραφτεί με λογική κόντρας δύο φύλων και ανάλογο διάλογο ευφυολογημάτων) «καπελώνει» και τον επίλογο, κάνοντας τον θεατή ν’ αναρωτιέται για τον αληθινό σκοπό ύπαρξης τούτου του sequel, που σίγουρα δεν πρόκειται ν’ αντέξει τόσο στο πέρασμα του χρόνου όσο η ταινία του ντε Μποντ (με δύο οσκαρικές υποψηφιότητες σε οπτικά εφέ και ήχο).