ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ (2022)
(TURNING RED)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντόμι Σι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Δεκατριάχρονο ατίθασο κορίτσι, κάθε που τσιτώνει, μετατρέπεται σε κόκκινο πάντα! Το μαγικό ξόρκι πρέπει σε συγκεκριμένη μέρα να λύσει, μήπως όμως το κόκκινο πάντα αποτελεί για τα… πάντα μια καλή λύση;
Αφού έφτασε σε άπιαστα ύψη έμπνευσης με το ανεπανάληπτο σερί των «Ο Ρατατούης» (2007), «WALL-E» (2008) και «Ψηλά στον Ουρανό» (2009), η αγαπητή Pixar κινείται έκτοτε σταθερά σε τροχιά… κάμψης. Οι αληθινά εξαιρετικές (και original) ταινίες της, εδώ και μια ντουζίνα χρόνια, περιορίζονται κατά κύριο λόγο στο αριστουργηματικό «Coco» (2017) και κατά δεύτερο στο «Τα Μυαλά που Κουβαλάς» (2015), μιας και οι υπόλοιπες είτε αποτελούν sequel προηγουμένων μεγάλων επιτυχιών («Toy Story», «Cars»), είτε στέκουν ως συμπαθή εγχειρήματα που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση ν’ αναμετρηθούν με το μεγαλείο του πρόσφατου παρελθόντος («Ο Καλόσαυρος», «Soul»).
Κοντά σε όλα αυτά, η εξαγορά της εταιρείας από την Disney φαίνεται να πρόσθεσε στο παρατηρηθέν έλλειμμα έμπνευσης έναν επιπλέον σκόπελο (τύπου κρίση ταυτότητας), που σε συνδυασμό με την πανδημία του COVID-19 τείνει να μετατρέψει την καλή Pixar σε τροφοδότη του καλωδιακού Disney+ πρωτίστως και δευτερευόντως να παραμείνει ως πιονέρος του σύγχρονου κινηματογραφικού animation. Στοχεύοντας πια (και) σ’ ένα άλλου είδους κοινό, μόλις πέρσι το καλοκαίρι, τo studio κατέγραψε ιστορικό ναδίρ που έφερε τον τίτλο «Λούκα» (κάνοντας πρεμιέρα ταυτόχρονα σε σινεμά και τηλεοπτική πλατφόρμα…). Με τούτο το «Πάντα στο Κόκκινο» επιστρέφει στα γρήγορα, με την ελπίδα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, ανανεώνοντας παράλληλα το πρόγραμμα του Disney+ (όπως κάποιος… κακοπροαίρετος ίσως μπορούσε να ισχυριστεί), μιας και οι τηλεοπτικές επιταγές επιβάλουν συνεχή εμπλουτισμό με «νέο προϊόν». Ήτοι, παρά το γεγονός πως στην Αμερική το box-office δείχνει να συνέρχεται από τον κορονοϊό, και αυτό το φιλμ της Pixar θα κάνει «παράλληλη» καριέρα, δείχνοντας μια σαφή τάση από πλευράς Disney.
Η δράση του «Πάντα» μας μεταφέρει στο Τορόντο του 2002, όπου η μικρή Μεϊλίν ζει έντονα και απενοχοποιημένα, έχοντας πάντα δίπλα της την παρέα των τριών αγαπημένων της φιλενάδων. Η προ… social media εποχή επιτρέπει στο καρέ των κοριτσιών να διατηρεί μια στενή εκ του σύνεγγυς φιλία, αν και η Μεϊλίν έχει ν’ αντιπαρέλθει την ασφυκτική πίεση και τον έλεγχο της μητέρας της. Η ισορροπία, την οποία η δεκατριάχρονη Κινεζούλα αναζητά, δεν είναι πάντα εύκολο να βρεθεί, με τα πράγματα να γίνονται κατά πολύ πιο περίπλοκα γι’ αυτήν όταν οικογενειακή μαγική «κατάρα» την επισκεφθεί. Κάθε που οι ορμόνες της ξεφεύγουν από το κανονικό (δηλαδή, πολύ συχνά!), η Μεϊλίν μετατρέπεται… σε κόκκινο πάντα, πρόβλημα που αφενός έγκειται στο μακρινό παρελθόν της φαμίλιας της, αφετέρου με τρόπο μαγγιόρο καταφέρνει να γίνει διαχειρίσιμο από αυτήν. Ωσάν άλλος… «Teen Wolf» (1985), η Μεϊλίν εξελίσσεται σε κάτι σαν η mascot της τάξης της, πετυχαίνοντας εκ πρώτης όψεως το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ως πότε, όμως, και με ποιο τίμημα;
Αν θέλουμε να δούμε το ποτήρι μισοάδειο, δεν γίνεται να μη σταθούμε στο ότι τούτο το «Πάντα» αποτελεί (από σεναριακής άποψης) ένα επί της ουσίας flip side του περσινού «Λούκα», με ολίγην από «Brave» (2012). Όχι, δηλαδή, και οι καλύτερες δυνατές συστάσεις. Εάν, βέβαια, περάσουμε στην εκδοχή του μισογεμάτου ποτηριού, τότε οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε πως πέραν των γνωστών και μη εξαιρετέων μηνυμάτων περί οικογενειακών δεσμών, σε συνδυασμό με μια απαιτητική ενηλικίωση υπό το πρίσμα του μόνιμου πια motto «ν’ αποδέχεσαι τον εαυτό σου», η Disney επιδεικνύει μια σπάνια (για τα μέτρα της) «coming of age» τόλμη. Η πρώτη φορά που η Μεϊλίν μεταμορφώνεται σε πάντα, εκλαμβάνεται από τη μητέρα της ως η πρώτη της… περίοδος, σε μια έξυπνη και διδακτική σεκάνς παρεξήγησης, που ποντάρει σ’ έναν ασυνήθη (για το studio) ρεαλιστικό προβληματισμό. Στο ίδιο μοτίβο ενηλικίωσης λειτουργεί η υποπλοκή που θέλει τη συμμορία των τεσσάρων κοριτσιών να ψοφάει για να δει τη συναυλία ενός α λα Backstreet Boys φωνητικού pop συγκροτήματος, όντας αποφασισμένες να προβούν μέχρι και σε κόλπα του στυλ «Detroit Rock City» (1999), προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Τα τραγούδια του εν λόγω boyband είναι γραμμένα και τραγουδισμένα από την Μπίλι Άιλις και τον αδελφό της, Φινέας Ο’Κόνελ, κάτι που μόνο ως ενισχυτικό της ντισνεϊκής προσπάθειας αφουγκρασμού του εφηβικού κοινού (και δη του κοριτσίστικου) μπορεί να εκληφθεί.
Η εκ νέου απουσία κάποιου σκοτεινού, κακού χαρακτήρα (όπως και στο «Λούκα», άλλωστε), αφήνει κενό το πεδίο των συγκρούσεων, το οποίο ούτε από την διαφαινόμενη αντιπαράθεση μάνας – κόρης δύναται να γεμίσει, καθώς η μητρική κατανόηση υπερισχύει (εν πολλοίς) της αυστηρότητας. Η αρχική ιδέα είναι εξαρχής βέβαιο πως θα οδηγήσει σε κορύφωση «μαγικού» περιβάλλοντος (για να μην ξεχνάμε που βρισκόμαστε, δηλαδή…), πασχίζοντας να συνδυάσει τον ρεαλισμό με το παραμυθένιο. Κάπως έτσι, η ακομπλεξάριστη εφευρετικότητα της κοριτσοπαρέας που εμπεριέχει την (για οικονομικούς λόγους) αθώα εκμετάλλευση του «θείου δώρου» του κόκκινου πάντα, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα όταν η οικογένεια της Μεϊλίν φτιάχνει κύκλο για να λύσει το αρχαίο ξόρκι, αφήνοντας μια αίσθηση ανολοκλήρωτης προσπάθειας. Καλός (σαν να λέμε) ο εφηβικός προβληματισμός, αλλά ακόμα καλύτερος ο υπέροχος και μαγεμένος κόσμος του δάσους.