ΤΡΙΑ ΧΡΩΜΑΤΑ: Η ΛΕΥΚΗ ΤΑΙΝΙΑ (1994)
(TROIS COULEURS: BLANC)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κριστόφ Κισλόφσκι
- ΚΑΣΤ: Ζμπίγκνιεφ Ζαματσόφσκι, Ζιλί Ντελπί, Γιάνους Γκάγιος, Γέρζι Στουρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Παρατημένος από γυναίκα και τελειωμένος από ζωή, Πολωνός εμιγκρές επιστρέφει μετά κόπων και… άδειας βαλίτσας από το Παρίσι στα πάτρια εδάφη. Ο γενναίος νέος κόσμος του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ ανοίγεται μπροστά του. Εκείνος, όμως, μάλλον την πρώην του σύζυγο έχει συνεχώς στο μυαλό του. Και όχι απαραιτήτως για καλό της.
Στριμωγμένη ανάμεσα στα μεγαλεπήβολα «Μπλε» και «Κόκκινο», η μικρή και αθώα «Λευκή Ταινία» διαφέρει εντελώς σε ύφος, τόσο από την από τη μία όσο και από την άλλη. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, μόνο στη σημειολογική χρωματική διαφορά (το λευκό συμβολίζει την ισότητα), αλλά στο σαρκαστικό τόνο που χαρακτηρίζει τούτο το φιλμ του Κριστόφ Κισλόφσκι, χάρη στον οποίο ο auteur αγκάλιαζε το πνεύμα της μαύρης κωμωδίας. Ο ζοφερός τόνος του «Μπλε» προκατόχου εκλείπει ολοσχερώς εδώ, αφού το στόρι, ρίχνοντας το βάρος στην καθαρόαιμη αφήγηση, στοχεύει σε κάτι αρκούντως σαρδόνιο και ελαφρύτερο. Τα πολυεπίπεδα πλάνα, που εν είδει μεταφορών έριχναν φως στην ψυχολογία των ηρώων των δύο άλλων ταινιών της τριλογίας, έχουν αντικατασταθεί εν πολλοίς από ένα απλούστατο στη σύλληψή του σενάριο, το οποίο χωρίς περιττές φιοριτούρες καταφέρνει να πράξει (περίπου) το ίδιο. Από την άλλη, η λίαν χαρακτηριστική για το σινεμά του Κισλόφσκι επαναληπτικότητα εμφανίζεται ξανά, μέσω της διαρκούς ένθεσης της σκηνής του γάμου των δύο βασικών χαρακτήρων. Το ζεύγος ενώνεται εις σάρκα μίαν, καθώς η επιζητούμενη ισότητα διαφαίνεται στο βάθος του ηλιόλουστου Παρισιού, όμως, όπως η συνέχεια αποδεικνύει, η περίφημη egalité στο σύγχρονο κόσμο επιτυγχάνεται με μόνο έναν τρόπο: το χρήμα.
Ο κακομοίρης Κάρολ αντιλαμβάνεται σταδιακά τη δύναμη και την «ισότητα» που μπορούν να προσφέρουν τα λεφτά, άπαξ της επιστροφής του στην Πολωνία. Έπειτα από το εξευτελιστικό διαζύγιο εντός δικαστικής αίθουσας του Παρισιού, βρέθηκε να μην έχει στον ήλιο μοίρα, αναγκαζόμενος να γίνει ακόμη και ζητιάνος στο Métro προκειμένου να τα βγάλει πέρα. Η γνωριμία με αινιγματικό συμπατριώτη του, τον οδηγεί με τρόπο αδιανόητο πίσω στην πατρίδα (σε μια σεναριακή ιδέα που μόνο ως σάτιρα μπορεί να γίνει αποδεκτή, αλλιώς δε στέκει με τίποτα), όπου επανασυνδέεται με τον αγαπημένο του αδελφό, ξαναπιάνοντας την τέχνη της κομμωτικής που τόσο καλά κατέχει. Αν και φαινομενικά μοιάζει άκακος και αθώος, φαίνεται πως στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει εξαρχής άλλα πράγματα, τα οποία η νέα πραγματικότητα του πρώην σιδηρούν παραπετάσματος μπορεί, πλέον, να του προσφέρει. Η Πολωνία έπειτα από την πτώση του Τείχους είναι μια άλλη, «καινούργια» χώρα, στην οποία οι ευκαιρίες για γρήγορο πλουτισμό ανθούν. Το μόνο που χρειάζεσαι για να το πετύχεις είναι να μην έχεις τίποτα να χάσεις, μαζί με την έξωθεν καλή μαρτυρία που προσφέρει το «λευκό» προσωπείο της δήθεν αθωότητας.
Ο Κισλόφσκι καυτηριάζει τον τότε εφορμούντα στην πατρίδα του καπιταλισμό, επισημαίνοντας πως αυτό που πλασάρεται ως ισότητα, δεν είναι παρά κυριαρχία. Ο απελπισμένος Κάρολ, ο οποίος μάταια αναζητά το σεβασμό συζύγου και δικαστηρίου, συνειδητοποιεί πως η εκτίμηση και η συμμόρφωση δεν ζητιανεύεται, αλλά επιβάλλεται. Το σχέδιο που βάζει μπροστά (και που δεν αποκαλύπτεται στο πλήρες του μέγεθος, παρά λίγο πριν το φινάλε του φιλμ), έχει ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση εξουσίας μέσω της οικονομικής ισχύος, διότι για να εκδικηθείς με τρόπο «αξέχαστο», οφείλεις να είσαι… πιο ίσος από τον άλλον. Όταν, άλλωστε, η αυτοεκτίμηση έχει φτάσει ν’ αποτελεί κάτι σαν άγνωστη λέξη, ο υλικός πλούτος στέκει ως η μόνη οδός για να γίνεις αποδεκτός και «ισότιμος». Ο καιρός που ο Κάρολ διαρρήγνυε τα ιμάτια του στο Δικαστήριο του Παρισιού, διερωτώμενος που στο καλό βρίσκεται η περίφημη ισότητα του γαλλικού κράτους, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι απορίες που τον βασανίζουν πια είναι τόσο διαφορετικού τύπου, που τον κάνουν ν’ αδυνατεί να κατανοήσει τι συμβαίνει στους γύρω του. Η υποπλοκή που αφορά τον φίλο του, Μικολάι, μέσα στην παραδοξότητά της λειτουργεί ως νότα αναγέννησης, την ίδια ώρα που η αγάπη, η ταπείνωση και η θνητότητα εξετάζονται από την οπτική μιας αφηρημένης και αδόκιμης ισότητας. Κι αφού η τελευταία μάλλον δεν υπάρχει, τότε αφού βιώσεις όλα τα παραπάνω, δεν αποκλείεται να γυρίσεις πίσω στην… ανισότητα. Κάτι τέτοιο δεν υπονοεί το τελευταίο βλέμμα της Ντομινίκ;