ΠΑΓΙΔΑ (2024)
(TRAP)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
- ΚΑΣΤ: Τζος Χάρτνετ, Άριελ Ντόνοχιου, Σαλέκα Σιάμαλαν, Άλισον Πιλ, Χέιλι Μιλς, Τζόναθαν Λάνγκντον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Πατέρας συνοδεύει την έφηβη κόρη του σε συναυλία της αγαπημένης της pop star, για ν’ ανακαλύψει πως το στάδιο είναι γεμάτο αστυνομικούς που επιχειρούν να στήσουν παγίδα σε καταζητούμενο serial killer, ο οποίος κατά πληροφορίες θα βρίσκεται εκεί. Μικρή λεπτομέρεια: πατέρας και serial killer είναι το ίδιο πρόσωπο!
Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τους κανόνες που ο ίδιος έθεσε στον όρο «plot twist» το 1999, παραμένοντας πιστός σε φόρμες αφήγησης και δημιουργίας σασπένς όπως τις… γέννησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν στήνει εδώ μια ιδιαίτερα αγχωμένη «Παγίδα», που ενίοτε βάζει τρικλοποδιές σε προθέσεις και λογική. Σαφώς και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθείς πως τούτο το μυαλό θα σε ξεγελάσει ή θα σε παρασύρει σε μια πλοκή αρκετά… σχιζοφρενική, όμως, σε συνδυασμό με μια έφεση σε «πειραματισμούς» κινηματογράφησης, ο Σιάμαλαν αυτή τη φορά δεν υπολόγισε σωστά τους κινδύνους της… αυτοπαγίδευσης!
Αρχικά, το twist «καίγεται» από νωρίς στην «Παγίδα», καθώς ο καταζητούμενος serial killer είναι… ο κεντρικός πρωταγωνιστής του φιλμ. Για να μπούμε στην ψυχολογία του παγιδευμένου εντός ενός σταδίου γεμάτου αστυνομικούς ήρωα, πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό. Το profile του καλού οικογενειάρχη και πατέρα μιας έφηβης κοπέλας την οποία συνοδεύει αβίαστα σ’ ένα pop concert κάνει μια παράδοξη αντίθεση μ’ εκείνο ενός psycho δολοφόνου με το παρατσούκλι του «χασάπη» και ο Τζος Χάρτνετ βάζει τα δυνατά του για να ισορροπήσει τούτο τον διχασμό, που πραγματικά… ξεπερνά τις υποκριτικές δυνατότητές του και σε κάνει να νοσταλγείς την (πολλαπλή!) τελειότητα του Τζέιμς ΜακΑβόι στον «Διχασμένο» (2017). Ο Χάρτνετ είναι επίσης αγχωμένος, όσο και αμήχανος, καθώς δεν αντιλαμβάνεται τα ακριβή σύνορα / όρια της τρέλας του ήρωα που έχει κληθεί να υποδυθεί. Ενός «πολυμήχανου» σε αντίληψη άνδρα, ο οποίος κρύβει τόσο καλά στους γύρω του τη «δεύτερη» προσωπικότητά του, μα οφείλει να παρουσιάσει και την άλλη ακρότητα του εαυτού του μπροστά στην κάμερα, τόσο για τις ανάγκες του ρόλου, όσο και σε σχέση με την υποχρέωση που έχει απέναντι στον θεατή. Αδυναμία του ηθοποιού ή λανθασμένες σκηνοθετικές οδηγίες; Στο τελευταίο σκέλος αξίζουν αναφοράς και τα «in your face» κοντινά πλάνα του καστ που σχεδόν «συνομιλούν» με τον θεατή, ένα αχρείαστα εκκεντρικό «trick» το οποίο δημιουργικά δεν εξυπηρετεί ένα είδος σπασίματος του «fourth wall» (τότε μόνο θα είχε νόημα).
Η προσπάθεια να «χωρέσει» μέσα στην ταινία και μια pop συναυλία (που αναδεικνύει… με το ζόρι το μουσικό ταλέντο της κόρης του σκηνοθέτη) λειτουργεί με όρους… αντικλιμάκωσης στην «Παγίδα», όσο και αδικαιολόγητους για το profile του καλού και (υπερ)προστατευτικού πατέρα (που ενίοτε αφήνει μόνη της την κόρη του εντός του σταδίου, αναζητώντας ενδεχόμενες λύσεις φυγής από αυτό). Η δράση του Κούπερ (Χάρτνετ) και η άνεση που έχει, να κινείται σε κάθε χώρο και να κλέβει οτιδήποτε χρήσιμο για την υλοποίηση των σχεδίων του, συχνά καταντά εξωπραγματική, κάτι που θα ήταν κάπως πιο διαχειρίσιμο εάν ο Σιάμαλαν πρόσθετε λίγο χιούμορ στο καταστασιακό. Επιπλέον, η υποπλοκή ενός όμηρου, παρακολουθούμενου από κάμερα συνδεδεμένη με το κινητό του ήρωα, δεν δικαιολογεί τις συνήθειες ενός «χασάπη» ούτε και εξυπηρετεί σε κάτι ουσιαστικό την πλοκή (η χρήση του ως «όπλο» εκβιασμού είναι ισχνής σημασίας).
Παραδόξως, οι καλύτερες στιγμές του φιλμ έρχονται όταν η «Παγίδα» βγαίνει εκτός σταδίου! Εκεί εντοπίζονται οι πιο ζουμερές εξελίξεις και ανατροπές της ιστορίας, εκεί ο Χάρτνετ επιχειρεί να προσεγγίσει πιο υπεύθυνα και τις δύο πλευρές του Κούπερ, όσο κι αν ο Σιάμαλαν δυναμιτίζει το φινάλε ουχί με ένα σπουδαίο twist, αλλά με μία εξωφρενικής αφέλειας απιθανότητα. Στην τελική, η «Παγίδα» σίγουρα δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη, έστω, όμως, απέχει αρκετά από τη λίστα των χειρότερών του.