ΟΛΑ ΠΗΓΑΝ ΚΑΛΑ (2021)
(TOUT S'EST BIEN PASSÉ)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρανσουά Οζόν
- ΚΑΣΤ: Σοφί Μαρσό, Αντρέ Ντισολιέ, Ζεραλντίν Πελάς, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Γκρεγκορί Γκαντεμπουά, Χάνα Σιγκούλα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE / TANWEER
Ογδοπεντάχρονος που έχει μείνει ημιπαράλυτος εξαιτίας βαρύτατου εγκεφαλικού, ζητά από την κόρη του να τον βοηθήσει να πεθάνει. Η ευθανασία, όμως, δεν είναι απλό πράγμα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο Φρανσουά Οζόν αλλάζει εκ νέου ύφος, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενή του gay κομεντί ενηλικίωσης, το «Καλοκαίρι του’ 85» (2020). Ολόκληρη η καριέρα του Γάλλου auteur, άλλωστε, μοιάζει με άτυπο κινηματογραφικό roller coaster, με τον ίδιο να μοιάζει λες κι έχει βαλθεί να καταπιαστεί με ό,τι genre κυκλοφορεί εκεί έξω. Το κακό εν προκειμένω είναι πως για δεύτερη (σερί) φορά παραδίδει κακή ταινία, κάνοντας αφενός τις μέρες του «Frantz» (2016) να μοιάζουν πολύ μακρινές, αφετέρου να σκορπά βαθιά ανησυχία για τα… μελλούμενα, μιας και το νέο του φιλμ «Peter von Kant» έρχεται λίαν συντόμως.
Διασκευασμένο από το βιβλίο της Εμανουέλ Μπερνάιμ, όπου η κατά καιρούς συνεργάτιδα του Οζόν εξιστορούσε τη ζωή της πλάι στον σοβαρά άρρωστο πατέρα της, το «Όλα Πήγαν Καλά» σε βάζει με τη μία στο σχετικό κλίμα. Ο συλλέκτης έργων Τέχνης Αντρέ εισάγεται στο νοσοκομείο με σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, και τις δύο κόρες του, Εμανουέλ και Πασκάλ, να σπεύδουν να τον δουν γεμάτες αγωνία. Το μοιραίο για τον γηραιό πατέρα αποφεύγεται, οι εβδομάδες, όμως, περνούν δίχως την ουσιαστική βελτίωση η οποία θα του επέτρεπε ν’ απολαμβάνει τη ζωή με τον τρόπο που το έπραττε στο πρόσφατο παρελθόν. Λύση για τον bon viveur Αντρέ δεν υπάρχει άλλη, πέραν αυτής που ζητά με επιμονή από την Εμανουέλ. Πλέον, επιθυμεί διακαώς να πεθάνει, οπότε και δίνει ρητή εντολή στη θυγατέρα του να κάνει ό,τι χρειάζεται ώστε να τον βοηθήσει να βάλει οριστικό τέλος στην ταλαιπωρία του. Εκείνη, είτε λόγω συμπόνιας, είτε λόγω της επιμονής του πατέρα της, ξεκινά τις απαραίτητες ενέργειες.
Γεγονός είναι πως σύμφωνα με τα flashback της παιδικής ηλικίας της Εμανουέλ, η προθυμία της να σταθεί δίπλα στον πατέρα της μοιάζει ακατανόητη. Ο Αντρέ ήταν ένας σκληρός γονιός που είχε πάντα έτοιμο τον κακό λόγο για την κόρη του, οποιαδήποτε (ανούσια) αφορμή κι αν του έδινε το έφηβο κορίτσι. Έχει, άραγε, αντιληφθεί πως πλέον ο πατέρας της έχει μετανιώσει για τις κακοποιητικές του τάσεις, τόσο απέναντι σ’ αυτήν όσο και στη μάνα της ή η όλη φάση δεν είναι παρά ένα μεγάλο σαρκαστικό αστείο, από εκείνα στα οποία ο Οζόν αρέσκεται; Το αναφέρω, διότι σε ένα από τα ενήλικα όνειρά της, η Εμανουέλ οραματίζεται τον νεαρό εαυτό της να κραδαίνει όπλο και να το στρέφει προς… τον πατέρα της. Εάν αντιλαμβάνεται την κατάσταση στην οποία ο Αντρέ βρίσκεται ως μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάρει εκδίκηση, έχοντας μάλιστα τη σύμφωνη γνώμη του… θύματός της, ομολογουμένως δεν εισπράττεται σεναριακώς κατ’ αυτόν τον τρόπο, διότι τα πράγματα που παρουσιάζει ο Οζόν είναι απολύτως σοβαρά και όχι καλυμμένα υπό τον μανδύα λανθάνοντος μαύρου χιούμορ (ευτυχώς, τουλάχιστον, σε καμία περίπτωση δεν γίνονται μελοδραματικά).
Το στόρι του πολυβραβευμένου auteur ουδόλως καταπιάνεται με την ηθική διάσταση της ευθανασίας, αλλά ασχολείται σε εξαντλητικό βαθμό με τη «χαρτούρα» που μια τέτοια πράξη απελπισίας απαιτεί. Δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, επιλογή ημερομηνίας, ρητές διαβεβαιώσεις του υποψηφίου αυτόχειρα και… φτου κι απ’ την αρχή, σ’ έναν κυκεώνα υπογραφών και γραφειοκρατίας, απ’ όπου το μόνο που έλειπε ήταν η φράση «παρακαλώ, περάστε από το πρωτόκολλο και μετά στον δεύτερο για σφραγίδα». Πιθανότατα το νόημα πίσω απ’ όλα αυτά να είναι πως η ευθανασία δεν είναι δύσκολη μόνο ως συναισθηματική διαδικασία, αλλά ταυτόχρονα και εξουθενωτική σε τομείς που ουδείς φαντάζεται. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, όμως, δεν λειτουργεί καθόλου από κινηματογραφικής άποψης, μιας και όσα μας δείχνει ο Οζόν στέκουν παντελώς αδιάφορα, πόσω μάλλον όταν μια ιστορία σαν και τούτη περιέχει εξ ορισμού το συναίσθημα (που εδώ, ειλικρινά, είναι ανύπαρκτο).
Ανάμεσα στα πηγαινέλα στην Ελβετία, όπου εδρεύει η κλινική η οποία αναλαμβάνει περιπτώσεις σαν του Αντρέ και στα μπες-βγες σε γραφεία για ραντεβού με νομικούς, κάπου εμφανίζεται η αιτία για την οποία κάποιος επιλέγει την ευθανασία. Η απώλεια της αξιοπρέπειας είναι αυτή που κάνει τον Αντρέ να πάρει την αδιαπραγμάτευτη απόφασή του και μαζί η συνειδητοποίηση της (σχεδόν πλήρους) ανημποριάς του. Οι ελπίδες των θυγατέρων του, πως στο τέλος «θα επιλέξει τη ζωή», βασίζονται στη γλύκα του να είσαι ζωντανός και δραστήριος, συνθήκη την οποία ο πατέρας τους έχει οριστικά απωλέσει. Ο τρόμος του μπροστά στην ιδέα μιας ολοκληρωτικά μονότονης ζωής, είναι εκείνος που τον κάνει να επιλέγει τον θάνατο. Ο Οζόν, από την άλλη, δεν έχει πρόβλημα να επιλέγει σταθερά τη μονοτονία για την ταινία του. Όταν, μάλιστα, αποφασίζει να το πάρει κάπως αλλιώς, πετάει μια εκτός τόπου και χρόνου αστυνομικού τύπου κλιμάκωση (!), η οποία προσπαθεί απελπισμένα να προσδώσει μια αύρα θριλερικού μυστηρίου στην επικείμενη ευθανασία, μην πετυχαίνοντας τίποτα παραπάνω από… οριστική απώλεια συνοχής. Είναι αλήθεια πως για όλους μας υπάρχουν στιγμές που η ζωή μπορεί να δείχνει βαρετή. Στο «Όλα Πήγαν Καλά», αποδεικνύεται πως ο θάνατος μπορεί να είναι ακόμα πιο βαρετός!