Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ (2017)
(TOIVON TUOLLA PUOLEN)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άκι Καουρισμάκι
- ΚΑΣΤ: Σάκαρι Κουοσμάνεν, Σερβάν Χάτζι, Βίλε Βιρτάνεν, Κάτι Ούτινεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Οι αρχικά παράλληλες ιστορίες δύο ανδρών, του μεσόκοπου πρώην πλασιέ και νυν εστιάτορα Βίκστρομ και του νεαρού Σύριου πρόσφυγα Χάλεντ, συναντώνται απρόσμενα κι ο ένας αλλάζει τη ζωή του άλλου με διαφορετικούς τρόπους.
Ο Άκι Καουρισμάκι επιτέλους επέστρεψε μετά από έξι χρόνια απουσίας (στο ενδιάμεσο έκανε ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και συμμετείχε σε μια σπονδυλωτή ταινία). Για τους κινηματογραφόφιλους και ιδιαίτερα τους θαυμαστές αυτού του ιδιαίτερου φιλμικού σύμπαντός που δημιουργεί, αυτό αποτελεί σπουδαίο νέο, καθώς η φετινή του δουλειά φιλοδοξεί να είναι το δεύτερο μέρος αυτού που έχει ανεπίσημα ονομαστεί «Η Τριλογία του Λιμανιού», με το πρώτο της μέρος να είναι η ακριβώς προηγούμενη ταινία του, «Το Λιμάνι της Χάβρης» (2011). Κι εκείνη, όπως και «Η Άλλη Όψη της Ελπίδας» (και η επόμενη ίσως, στο άμεσο – ευελπιστούμε – μέλλον), λαμβάνει εν μέρει χώρα σε φινλανδικά λιμάνια, όπου φτάνουν παράτυπα μετανάστες από διάφορες περιοχές του κόσμου οι οποίες έχουν πληγεί από πόλεμο ή άλλου είδους συμφορές. Στη Χάβρη ήταν ο νεαρός από την Γκαμπόν, στο Ελσίνκι αυτής της ταινίας ο Σύριος Χάλεντ που διέφυγε από το Χαλέπι μαζί με την πολυαγαπημένη του αδελφή, την οποία όμως έχασε στον μακρύ δρόμο προς τη Γερμανία και ψάχνει απελπισμένα να ξαναβρεί. Στη φινλανδική πρωτεύουσα θα γνωρίσει τις τυπικότητες του νόμου, την απόρριψη, τη βία και τον ρατσισμό από νεοναζί, αλλά και την καλοσύνη και τη βοήθεια από ανθρώπους όπως ο Βίκστρομ.
Την ίδια στιγμή, ο Φινλανδός Βίκστρομ παρατά τη δουλειά του ως πλασιέ και την αλκοολική του γυναίκα κι αγοράζει ένα σχεδόν ρημαγμένο εστιατόριο με τα λεφτά που κέρδισε απρόσμενα σε ένα παιχνίδι poker. Κρατώντας το ήδη υπάρχον τριμελές και βαριεστημένο προσωπικό του εστιατορίου και έναν σκύλο, ο Βίκστρομ μέσα στην απόλυτη άγνοιά του να διευθύνει μια τέτοια επιχείρηση, θα προσπαθήσει να φέρει περισσότερη πελατεία με απίστευτους τρόπους, και τότε είναι που οι δρόμοι των δυο ανδρών θα συναντηθούν με τον ντόπιο ήρωα να προσπαθεί να βοηθήσει τον Χάλεντ με όποιον τρόπο μπορεί.
Όπως μαρτυρούν και οι υποθέσεις των δυο πιο πρόσφατων ταινιών του, ο Καουρισμάκι ασχολείται έντονα τα τελευταία χρόνια με το προσφυγικό θέμα και, στα 60 του χρόνια, φαντάζει πιο συναισθηματικά φορτισμένος από ποτέ. Το Ελσίνκι που περιγράφει στην ταινία του μπορεί να είναι το φιλόξενο, τυπικό, πολιτισμένο μέρος με τους πολίτες που κοιτούν τη δουλειά τους, αλλά βοηθούν και τον συνάνθρωπο απ’ όπου κι αν προέρχεται. Βέβαια, μπορεί την ίδια στιγμή να είναι ο γραφειοκρατικός, σχεδόν αυτοματοποιημένος και συχνά απάνθρωπος κρατικός μηχανισμός ή ο πολίτης που πολύ απλά δεν θέλει να ξέρει για τη δυστυχία των ξένων συνανθρώπων του ή κι εκείνος ο πολίτης που τρομοκρατεί, απειλεί, ασκεί φυσική και συναισθηματική βία, μέχρι που μπορεί και να σκοτώσει ακόμα όσους θεωρεί πως δεν πρέπει να βρίσκονται στη χώρα του. Ο Χάλεντ συναντά όλα τα παραπάνω στο ταξίδι (όπου παίρνει μαζί και τον θεατή) που του αποκαλύπτει ένα πολύ πιο δυσάρεστο πρόσωπο μιας κατά τα άλλα «πολιτισμένης» και, σύμφωνα με στατιστικές, «ευτυχισμένης» κοινωνίας, χαρακτηριστικά που μάλλον ισχύουν κι απολαμβάνονται από συγκεκριμένες μόνο κοινωνικές ομάδες. Ακόμα και ο Βίκστρομ, ο μεσόκοπος, καλοντυμένος, αξιοπρεπής λευκός γηγενής άνδρας, φαίνεται να μην έχει συνειδητοποιήσει τον «παράδεισο» στον οποίο υποτίθεται πως ζει, και η συνάντηση και μετέπειτα φιλία με τον Χάλεντ θα του το επιβεβαιώσουν.
Ο Καουρισμάκι δεν μας αφήνει μελαγχολικούς για πολύ, δεν είναι του στιλ και των προθέσεών του, πλέον. Τα γνώριμα «σήματα κατατεθέντα» τού καλλιτεχνικού του ύφους είναι όλα εδώ: το ανέκφραστο, στακάτο χιούμορ, το retro σκηνικό που σε πάει πίσω στη δεκαετία του ’70 και του ’80 (ιδιαίτερα το εστιατόριο), η στεγνή εκφορά των διαλόγων, η σκηνοθεσία σεκάνς που θυμίζουν βωβό Τσάπλιν ή επιλεκτικά «βωβό» Τατί (όσοι έχετε δει το «Playtime» θα καταλάβετε!), η σχεδόν σουρεαλιστική εκκεντρικότητα των καταστάσεων στις οποίες βρίσκονται οι χαρακτήρες, ακόμα και οι γνώριμες φυσιογνωμίες συχνών συνεργατών του Καουρισμάκι, όπως ο Κουοσμάνεν στον ρόλο του Βίκστρομ και η Κάτι Ούτινεν, η γνωστή ξανθιά πρωταγωνίστρια πολλών του ταινιών. Μέσα σε όλα αυτά τα περίεργα και κωμικά, όμως, η βαθιά ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τις ταινίες του δημιουργού είναι αυτό που μένει περισσότερο μετά την έξοδο από την κινηματογραφική αίθουσα: η απελπισία του Χάλεντ να εντοπίσει την αδελφή του και ο βουβός θρήνος για την οικογένεια και τη ζωή που έχασε, ο διακριτικός τρόπος με τον οποίο τον βοηθά ο Βίκστρομ και οι κατά τα άλλα κωμικά άχρηστοι υπάλληλοι του εστιατορίου, τα πάντα ιδωμένα χωρίς πολλούς μελοδραματισμούς, αλλά με μια μεγάλη, κινηματογραφική καρδιά. Στιλιστικά και καλλιτεχνικά, ο αγαπημένος δημιουργός δεν έχει να μας πει ή να επιδείξει κάτι καινούργιο, ωστόσο καταφέρνει να προσφέρει με συνέπεια άλλη μια στιβαρή ταινία με ειλικρίνεια, χαμόγελο, γέλιο και κάποια πανανθρώπινα μηνύματα που καλά θα κάναμε να παίρναμε σοβαρά όλοι μας.