ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κωνσταντίνος Γιάνναρης
- ΚΑΣΤ: Κωνσταντίνος Ελματζίογλου, Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά, Κώστας Νικούλι, Άγγελος Τζέγια, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Γιούλη Τσαγκαράκη, Ράνια Σχίζα, Ζουλί Λεφέβρ, Γιάννης Τσορτέκης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Συμμορία εφήβων ανακρίνεται από την Αστυνομία ύστερα από σωρεία εγκλημάτων που φτάνει μέχρι και την ανθρωποκτονία. Το κακό ξεκινάει από το σπίτι, είναι η κοινωνία η άδικη ο φταίχτης ή έχουν και τα παιδιά αυτά ένα μερίδιο ευθύνης για τις πράξεις τους;
Η απάντηση δεν δείχνει να ενδιαφέρει και τόσο τους σεναριογράφους Κωνσταντίνο Γιάνναρη και Μαρία Πάουελ, οι οποίοι έχουν κυριολεκτικά τσουβαλιάσει κάθε δραματικό στερεότυπο χαρακτηρολογίας πάνω σε ένα στόρι αδικαιολόγητης αφέλειας, για να «απεικονίσουν» ένα σύγχρονο πορτρέτο εφηβικής επαναστατικότητας που αυτο-τιμωρείται και ηττάται ατιμασμένο από τις καταχρήσεις ναρκωτικών ουσιών και τις εγκληματικές, αδιέξοδες πράξεις των ηρώων του.
Από τη σκηνοθετική πλευρά τού πράγματος, ο Γιάνναρης κάνει το μέγα λάθος και αποπειράται να συγκριθεί με το ίδιο του το παρελθόν, προσεγγίζοντας νεαρούς χαρακτήρες που σαφώς συγγενεύουν με εκείνους «Από την Άκρη της Πόλης» (1999), φιλμ το οποίο αποτελεί σταθμό για το ελληνικό σινεμά (ελπίζω να μην είναι μονάχα προσωπική αυτή η εκτίμηση…). Το να βλέπεις τον ίδιο άνθρωπο να υπογράφει σήμερα μια ταινία σαν το «Ξύπνημα της Άνοιξης» είναι τουλάχιστον στενάχωρο, καθώς δεν αναγνωρίζεται στην οθόνη καμία από τις αρετές που τον είχαν αναδείξει στο παρελθόν.
Η προσέγγιση των νεαρών ηρώων μπορεί να παρομοιαστεί μονάχα με την έκφραση… «τρικυμία στο κρανίο», ανακατεύοντας ταξικά στερεότυπα, αντισυστημικό αναρχισμό (για τα πρώτα λεπτά της ταινίας, έστω, κατόπιν… ξεχνιέται σεναριακώς!), μέχρι και μεταναστευτικό σχόλιο γύρω από το (πλέον) γερασμένο αλβανικό ζήτημα. Ακόμη και αν υφίσταται ένα κάποιο κομμάτι σοβαροφάνειας σε όλα αυτά, η παιδιάστικα «γραφική» έκρηξη βίας (με τη σύσταση της συμμορίας) και ο εθισμός των κεντρικών χαρακτήρων στα ναρκωτικά μετατρέπουν την ταινία σε ένα λανθάνον μελοδραματικό φιάσκο… χωρίς αιτία, το οποίο γελοιοποιεί κάθε σημασία εφηβικής επανάστασης στο σήμερα.
Η μη χρονική αφήγηση μπλέκει τα μπούτια της δίχως σχεδιασμό, το «εύρημα» των διαφορετικών, ψευδών καταθέσεων των ηρώων για το τελευταίο τους (και πιο αιματηρό) χτύπημα… «δεν υπάρχει» μονταζιακά (ή όπως κι αν το δεις), οι γονείς που περιμένουν στους διαδρόμους της Ασφάλειας είναι ολοκληρωτικά αδούλευτοι ως παρουσίες (με κάποια φευγαλέα flashback να προσπαθούν να τους επιρρίψουν και ευθύνες από πάνω) και κάθε έννοια δραματουργίας δολοφονείται σταδιακά, αφήνοντας τον θεατή αμήχανο και αδιάφορο για τα δρώμενα, καθώς το σενάριο δεν ακουμπά κανέναν με θετικότητα. Τέλος, τα συνεχή freeze-frame στρετσαρισμένων, παραμορφωμένων με graphics αισθητικής 90’s (και κάτω…) εικόνων (για να μην μιλήσω και για την επεξεργασία στο coloring της ταινίας), αποτελειώνουν κάθε σκέψη φιλμικής πρότασης σε σχέση με τούτη την εποχή.
Στην τελική, το «Ξύπνημα της Άνοιξης» μπορεί αν σου… ξυπνήσει αναμνήσεις από το «Hardcore» (2004) του Ντένη Ηλιάδη, το «Wasted Youth» (2011) του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου ή ακόμη και τους (αποτυχημένους) «Κλέφτες» (2007) του Μάκη Παπαδημητράτου, αν θέλουμε να παραμείνουμε στα ντόπια εδάφη. Η ταινία του Γιάνναρη δεν έχει να προσθέσει τίποτε περισσότερο (ή και καλύτερο) επάνω στη συγκεκριμένη θεματολογία, παρά μόνο να απογοητεύσει για την απομόνωση του ελληνικού κινηματογράφου από την πραγματικότητα – και το κοινό του, προφανώς. Μια καθόλου αστεία διαπίστωση, που λυπεί ιδιαίτερα όταν προέρχεται από μια μεγάλη σκηνοθετική ελπίδα του πρόσφατου παρελθόντος…