ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χάρης Ραφτογιάννης
- ΚΑΣΤ: Μάκης Παπαδημητρίου, Στεφανία Σωτηροπούλου, Χάρης Φραγκούλης, Ιλίρε Βίνκα, Χρήστος Κοντογεώργης, Άντριαν Φρίλινγκ, Αλέκος Πάγκαλος, Βασίλης Καραμπούλας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ο Μάκης, υπεύθυνος για την ασφάλεια των αυτοκινητόδρομων, έρχεται σε επαφή με μια μικρή κοινότητα ανθρώπων που ζουν ξεχασμένοι σε παράγκες στην άκρη της πόλης. Ανάμεσά τους, η Μαρία, μια κοπέλα με καλή ψυχή, που δείχνει εγκλωβισμένη σ’ αυτόν τον κόσμο και ξυπνά μια παλιά πληγή του Μάκη.
Δεν είναι πραγματικά κακή αυτή η ταινία. Απλά, ο κόσμος σίγουρα δεν χρειαζόταν «μία πρωτότυπη, λοξή κομεντί» (όπως δηλώνει το δελτίο Τύπου της), ειδικά με ένα τέτοιο σενάριο και ιστορία, τα οποία καταπλακώνουν άδοξα κάθε καλό στοιχείο δουλειάς και καλών προθέσεων σε τούτο το «Ποτάμι». Και το κλασικό ερώτημα που αφορά στο (ας το πούμε) σύγχρονο ελληνικό σινεμά επανέρχεται: τι είδους άνθρωποι διαβάζουν αυτά τα πράγματα και «βλέπουν» μέσα από αυτά την ύπαρξη μιας ταινίας (που αξίζει να χρηματοδοτηθεί και να υλοποιηθεί);
Εδώ δεν μιλάμε για «λόξα», αλλά για φάση εντελώς «γκάου»! Τυπάκος συνεσταλμένος και προφανώς ευαίσθητος, είναι υπεύθυνος για την τοποθέτηση αυτοκόλλητων με ψεύτικα πουλιά πάνω σε διάφανα τοιχία αυτοκινητόδρομων, έτσι ώστε να προστατεύονται τα αληθινά πτηνά και να μη σκοτώνονται από διερχόμενα αμάξια που τρέχουν με ταχύτητα. Εάν αυτό δεν είναι από μόνο του αδιανόητο για να ξεκινήσει μια «ιστορία», στην πλοκή προστίθεται μια μικρή κοινότητα ανθρώπων (με χαρακτηριστικά τσιγγάνων) που ζουν σχεδόν ξεκομμένοι από τον πολιτισμό πλησίον ενός αυτοκινητόδρομου, οι οποίοι καταστρέφουν αυτά τα αυτοκόλλητα σε καθημερινή βάση. Ο Μάκης, όμως, ως ευσυνείδητος επαγγελματίας, επιστρέφει ξανά και ξανά, προκαλώντας τα νεύρα τους.
Για να τον ξεφορτωθούν, θα «σκηνοθετήσουν» ένα τροχαίο, βάζοντας την όμορφη Μαρία να πέσει πάνω στο φορτηγάκι του, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες. Το συμβάν θα του ξυπνήσει άσχημες αναμνήσεις, καθώς η αγαπημένη του είχε σκοτωθεί σε τροχαίο, και το νοιάξιμο για την υγεία της Μαρίας θα τον κάνει να επιστρέφει ξανά και ξανά. Φυσικά, σταδιακά θα μετατραπεί σε ρομαντικό ενδιαφέρον, με τη μητέρα της Μαρίας να το εκμεταλλεύεται, ξεζουμίζοντάς τον οικονομικά. Έτσι, ο καλοσυνάτος Μάκης θα αρχίσει να διορθώνει τις ζωές αυτών των ανθρώπων, με (κατά βάθος) την ελπίδα η Μαρία να γίνει δική του.
Σε όλο αυτό το εκκεντρικό (και αχρείαστο…) πλαίσιο, ο Χάρης Ραφτογιάννης (στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους) στήνει ένα σκηνικό ερωτικής ιστορίας «έξω» από την πραγματικότητα, σε απόλυτη αντίθεση με (για παράδειγμα) το «Χάρισμα» (2010) της Χριστίνας Ιωακειμίδη (ο συνειρμός προκύπτει και από την πρωταγωνιστική παρουσία του Μάκη Παπαδημητρίου), ένα σαφώς πιο λειτουργικό «πείραμα» στο genre της ρομαντικής κομεντί. Δυστυχώς, παρά το… παρατραβηγμένο της υπόθεσης εδώ, ο Ραφτογιάννης μάλλον δεν κατανοεί τους κανόνες της (όποιας) κωμικής διάθεσης και το «Ποτάμι» του περιορίζει το χιούμορ στην… (αστεία, είναι η αλήθεια) περούκα του Μάκη (για την οποία ποτέ δεν δίνεται κάποια εξήγηση που θα ταιριάξει και με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του) και τον ρόλο του Χάρη Φραγκούλη, ο οποίος «την έχει δει» χαμένος συγγενής του Jesus από το «The Big Lebowski» (1998) εντός λιντσικού σύμπαντος τύπου «Ατίθαση Καρδιά» (1990)! Το πλέον ασυμμάζευτο καταστασιακό, δηλαδή. Και άφησα απ’ έξω και τον εθισμό του χαρακτήρα του Μάκη στα chicken nuggets ή τα μαθήματα χορού salsa…
Ο Ραφτογιάννης το προσπαθεί στην πιο pop όψη του φιλμ, κάνοντας (συχνά) χρήση split screens ή αφήνοντας τη Χριστίνα Μουμούρη να οργιάζει με μια «πανσπερμία» ζεστών χρωμάτων που τονίζουν όσο πιο θετικά γίνεται την εικόνα. Πέραν αυτών… το χάος. Στο οποίο επιβιώνει ο Μάκης Παπαδημητρίου (ως… Μάκης), η Στεφανία Σωτηροπούλου (η ψυχούλα Μαρία) και η Ιλίρε Βίνκα (η δεσποτική μάνα που διοικεί την κοινότητα). Ο Παπαδημητρίου δεν χρειάζεται συστάσεων ή κομπλιμέντων. Είναι ένα από τα πιο σπάνια «δώρα» που έχει στη διάθεσή του ο ελληνικός κινηματογράφος, ένας ηθοποιός που μπορεί να ισορροπεί με απίστευτη ικανότητα ανάμεσα στο αληθινά κωμικό και στο πειστικά συναισθηματικό. Τον είχα προσέξει από το 2007 στις «Ώρες Κοινής Ησυχίας» και δεν είχα κάνει λάθος. Η Σωτηροπούλου δεν έχει «δείξει» ακόμα στο σινεμά, όμως, εδώ είναι άξια προσοχής και σίγουρα σε αναζήτηση διερεύνησης δυνατοτήτων από πιο επιδέξιο σκηνοθέτη.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως (και αν) μπορεί να εξελιχθεί ο Ραφτογιάννης. Αρκεί να καταλάβει πως ένα εντελώς παράδοξο σενάριο (που θα ταίριαζε καλύτερα σε μικρού μήκους φιλμ…) δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός κινηματογραφικού έργου, πόσω μάλλον όταν αυτό δεν προσφέρει κάτι που μπορεί να επικοινωνηθεί με το κοινό.
