ΣΕ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ (2025)
(TO A LAND UNKNOWN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαχντί Φλεϊφέλ
- ΚΑΣΤ: Μαχμούντ Μπακρί, Αράμ Σαμπάχ, Μουατάζ Αλσαλτούχ, Μανάλ Αγουάντ, Αγγελική Παπούλια, Μοχάμαντ Γκασάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Έχοντας ξεμείνει στην Αθήνα δίχως χρήματα και χαρτιά, και με όνειρο τη φυγή για Γερμανία, δύο πρόσφυγες από την Παλαιστίνη καταφεύγουν σε άκρως ριψοκίνδυνη λύση, προκειμένου να βγάλουν πλαστά διαβατήρια για τη «Γη της Επαγγελίας».
Επιθυμώντας (ίσως) να διαφοροποιηθεί από τα συνήθη των ταινιών που καταπιάνονται είτε με το προσφυγικό ζήτημα είτε (ακόμα περισσότερο) με το παλαιστινιακό, ο μεγαλωμένος σε καταυλισμό του Λιβάνου σκηνοθέτης Μαχντί Φλεϊφέλ (με έδρα του εδώ και αρκετά χρόνια τη Δανία), κινείται μεν στον θεματικό άξονα που ο καθένας ενδεχομένως φαντάζεται, πλην όμως, δίνει στην ταινία του έναν θριλερικό τόνο εγκλήματος. Η επιλογή του να απέχει από το μελόδραμα (που τέτοιες ιστορίες απλόχερα μπορούν να χαρίσουν) δύναται να χαρακτηριστεί έως και θαρραλέα. Στην πράξη, εν τούτοις, αποδεικνύεται χαρακτηριστικά άστοχη, εξαιτίας (κυρίως) του σεναρίου του (και ο ίδιος έχει βάλει το χέρι του σε αυτό), το οποίο από αλλού ξεκινά, αλλού πηγαίνει και εντελώς αλλού καταλήγει.
Συστήνοντας τους δύο κεντρικούς ήρωες, τα νεαρά πρώτα ξαδέλφια Τσατίλα και Ρεντά, που από την κόλαση της Γάζας έχουν «βαλτώσει» στην Αθήνα αναζητώντας με κάθε τρόπο να «την κάνουν» για Γερμανία, ο Φλεϊφέλ στήνει έναν προσφυγικό κόσμο μικροεγκλήματος, στον οποίο ο καθένας κοιτάζει πρωτίστως την πάρτη του. Η γνωριμία των δύο εξαδέλφων με ορφανό συμπατριώτη τους πιτσιρικά, που την ψάχνει να φύγει για Ιταλία (καθώς εκεί τον περιμένει η θεία του) και η επακόλουθη συναναστροφή του Τσατίλα με Ελληνίδα που δείχνει να τον γουστάρει, σπρώχνει την ταινία προς κάτι που θυμίζει παιχνίδι εξαπάτησης, μιας και κάτι το αδιόρατα κομπιναδόρικο (όσο και «εύκολο») πλανάται στον αέρα. Το σχέδιο που ο πιο πονηρός εκ των δύο Παλαιστινίων έχει εκπονήσει, με απώτερο στόχο την απόκτηση των πολυπόθητων διαβατηρίων, πράγμα που απαιτεί και τη συμμετοχή της Τατιάνας (η οποία, εν τω μεταξύ, τον έχει σχεδόν σπιτώσει), παίρνει μπρος, εκτελείται και… ξεχνιέται (!), χωρίζοντας το στόρι σε δύο μέρη, τα οποία μηδαμινή σχέση διατηρούν το ένα με το άλλο.
Καθώς η Ελληνίδα γυναίκα και ο πιτσιρικάς με την βολεμένη στην Ιταλία θεία αγνοούνται πλέον σταθερά λες και… δεν έπαιζαν στην ταινία (!), ο Τσατίλα εκπονεί νέο σχέδιο, πολύ πιο επικίνδυνο από το προηγούμενο. Αν το πρώτο μέρος του φιλμ διατηρεί ένα αίσθημα αναμονής για το που θα πάει το όλο πράγμα με τον τσαμπουκαλή Τσατίλα, τον εθισμένο σε ουσίες και αγοραίο ομοφυλοφιλικό έρωτα Ρεντά (το ψωνιστήρι μέρα μεσημέρι στο Πεδίον του Άρεως θα έλεγα πως είναι κομματάκι υπερβολικό…), καθώς και τον διόλου αξιαγάπητο περίγυρο από συμπατριώτες τους, το δεύτερο μόνο ως τραγέλαφος μπορεί να χαρακτηριστεί, οδηγώντας την αφήγηση με τρόπο σταθερό και σίγουρο προς την κατάρρευση.
Ο πολλαπλασιασμός των χαρακτήρων, που ως συνέπεια δημιουργούν πλοκές και κόντρα υποπλοκές, μοιάζει να έχει ως μοναδικό στόχο την… εμπόδιση του κοινού από το να εστιάσει στην (όποια) αφήγηση, καταλήγοντας σε κάτι που αφενός ουδεμία σχέση διατηρεί με τα όσα προηγούνταν, αφετέρου μπάζει γερά. Η βίαιη, θριλερική τροπή που παίρνουν οι ενέργειες των Τσατίλα και Ρεντά (μιλάμε για υπόθεση απαγωγής και ομηρίας, με στόχο πάντα το διαβατήριο για Γερμανία), θέλει (ενδεχομένως) να δείξει τον κυνισμό που γεννά η φτώχεια και η απελπισία, καταφέρνοντας εντέλει να καταδείξει την απελπισία που γεννά… ένα ανερμάτιστο σενάριο. Το γεγονός πως το σπίτι της Τατιάνας έχει μεταβληθεί σε άντρο εγκλήματος από μια χούφτα αγνώστους δεν δείχνει να προβληματίζει κανέναν απολύτως, ούτε φυσικά και η επί μακρόν απουσία της ίδιας (αν και, εδώ που τα λέμε, το τελευταίο δεν έχει προβληματίσει ούτε καν τον σκηνοθέτη!). Η αυθαιρεσία υπερτερεί των καλών προθέσεων και της διόλου φτιασιδωμένης εικόνας της Αθήνας, πασχίζοντας να ολοκληρώσει το στόρι με έναν από μηχανής θεό «εκτός υπηρεσίας», αλλά και εκτός πάσης λογικής.