ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΜΠΙΝΓΚ, ΣΤΟ ΜΙΖΟΥΡΙ (2017)
(THREE BILLBOARDS OUTSIDE EBBING, MISSOURI)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν ΜακΝτόνα
- ΚΑΣΤ: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Σαμ Ρόκγουελ, Γούντι Χάρελσον, Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Άμπι Κόρνις, Λούκας Χέτζες
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μητέρα κοπέλας που έπεσε θύμα βιασμού και δολοφονήθηκε, αναστατώνει τους κατοίκους μιας μικρής πόλης του Μιζούρι, όταν μισθώνει διαφημιστική και τοποθετεί ένα θυμωμένο μήνυμα προς τον Σερίφη της περιοχής σε τρία τεράστια billboards του επαρχιακού δρόμου, ελπίζοντας να υπάρξει ξανά κάποια κινητικότητα στις έρευνες για τον επί σειρά μηνών ασύλληπτο ένοχο.
Ο πόνος ο δικός σου και ο πόνος του άλλου. Πώς μετριέται; Φτάνει να γίνει ο θρήνος εκδίκηση για να καταλαγιάσει το μέσα σου; Η Μίλντρεντ είναι μάνα. Δεν ξέρουμε σε τι κατάσταση βρίσκεται αρχικά, δεν γνωρίζουμε από πού έρχεται. Ζητά από ένα επαρχιακό διαφημιστικό γραφείο να της κάνουν μια προσφορά για τρία billboards που είδε σ’ έναν δρόμο ξεχασμένο, κοντά στο σπίτι της. Δίνει την προκαταβολή του πρώτου μήνα και αναρτά σε αυτά ένα προσωπικό μήνυμα προς τον Σερίφη της περιοχής. Η κόρη της έπεσε θύμα βιασμού και δολοφονήθηκε σ’ εκείνη την περιοχή. Τη βίαζαν ακόμη και αφού είχε πεθάνει, όπως γράφει (πραγματικά δυσάρεστα) ένα από αυτά τα billboards. Μήνες αργότερα, η τοπική Αστυνομία έχει επαναπαυθεί και κανείς δεν ασχολείται με την υπόθεση. Και η Μίλντρεντ νιώθει μονάχα τη βία να την κυριεύει. Μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη μέσω της βίας, όμως; Κι αν φτάσεις στον βαθμό της αυτοδικίας, μήπως χάνεις το δίκιο σου;
Αρκετά τα ερωτήματα που προηγήθηκαν, ενίοτε διχαστικές οι απαντήσεις που δίνει ο Μάρτιν ΜακΝτόνα σε τούτο το ξακουστό έργο της φετινής σεζόν, το οποίο ξεκίνησε με διθυράμβους και το βραβείο σεναρίου από το περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, για να θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο «επικίνδυνους» διεκδικητές των επερχόμενων Όσκαρ σε αρκετές κατηγορίες. Κάπως αξιοπερίεργα είναι όλα αυτά, αν θυμηθεί κανείς ότι η προηγούμενη δουλειά του Βρετανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου ήταν η άνιση κωμωδία υποκόσμου «Επτά Ψυχοπαθείς» (2012).
Σε τούτο το φιλμ, αρχικά, θαυμάζεις την πρωτοτυπία της ιστορίας. Και κατόπιν περιμένεις να δεις πώς θα διαχειριστεί το σενάριο τα πολλαπλά «μέτωπα» που ανοίγει. Το δράμα της ηρωίδας. Την απομόνωση από τη μικρή κοινότητα στην οποία ανήκει, απέναντι στην ιδιάζουσας μορφής κόντρα που κάπως πρέπει να εκτονωθεί, με ένα επιπλέον ηθικό «εμπόδιο»: ο Σερίφης Γουίλοουμπι πάσχει από καρκίνο και μάλλον είναι στα τελευταία του. Ταυτόχρονα, μιλάμε για μια κοινωνία που ακόμα κουβαλάει στο πετσί της τόσο τον ρατσισμό άλλων εποχών, όσο και τον άγραφο «νόμο» ενός Νότου που ανέκαθεν υπερηφανευόταν για το λιντσάρισμα και την άσκηση βίας, πόσω μάλλον όταν αυτά τα δύο φέρουν επάνω τους κι ένα σήμα το οποίο αντιπροσωπεύει την εξουσία του πραγματικού νόμου. Εδώ προσθέτουμε και το μεγαλύτερο τσογλάνι του Τμήματος, τον αλκοολικό και «μαμάκια» Ντίξον, που θα κάνει ό,τι περνά από τα χέρια του για να προσγειώσει τη Μίλντρεντ στη δική του πραγματικότητα, τη δική του «τάξη» πραγμάτων.
Το πεδίο των χαρακτήρων διευρύνεται διαρκώς, όμως ο ΜακΝτόνα δεν επιλέγει το μονοπάτι μιας θριλερικής αφήγησης, η οποία θα μας βάλει σε ένα «τριπάκι» αναζήτησης του καταζητούμενου θύτη. Η ιστορία θα εμπλουτιστεί με ακόμη περισσότερους δευτερεύοντες ή μη χαρακτήρες (μεταξύ τους, ο πρώην σύζυγος και ο γιος της Μίλντρεντ, ο νάνος που τη φλερτάρει επίμονα, η γυναίκα τού Σερίφη) και καταστασιακές εξελίξεις υπέρμετρης φιλοδοξίας στη γραφή, λες και ο ΜακΝτόνα προσπαθεί να αποφύγει απεγνωσμένα το κυνήγι για τον βιαστή / δολοφόνο (που δεν είναι απαραίτητα μονάχα ένας). Μάλλον ειρωνικά, όμως, βγάζοντας αυτό το στοιχείο από την πλοκή, ο θεατής γίνεται κι αυτός… μια Μίλντρεντ, που στο βάθος του μυαλού του αδημονεί να λάβει τα πρώτα clues της δικής του «έρευνας» για την ταυτότητα του ενόχου. Υπό αυτή την προοπτική, «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» δεν θα ικανοποιήσουν απόλυτα, καθώς ο σκοπός εδώ δεν είναι η δημιουργία ενός κλίματος μυστηρίου αλλά η ανάλυση του προσωπικού δράματος του κάθε ήρωα και ο τρόπος που εκείνος θα εξιλεωθεί (ή όχι).
Μοιραία, το τελευταίο μέρος του φιλμ παραδίδεται σε μια απόπειρα επίλυσης της υπόθεσης, αλλά το φινάλε πέφτει σε μερικές αρκετά συζητήσιμες παγίδες, με τον ΜακΝτόνα να επιλέγει κάποιες μάλλον βιαστικές ή «εύκολες» ανατροπές, οι οποίες (ατυχώς) οδηγούν σε κάτι το ασαφές. Μπορεί ο δολοφόνος να τύγχανε ανέκαθεν κάποιου είδους προστασίας από… ακόμη πιο ανώτερες Αρχές; Μπορεί ο ύποπτος που θα μας παρουσιάσει κάποια στιγμή η ταινία να είναι αθώος; Κι αν ναι, τότε το σενάριο προτείνει την αυτοδικία ως μοναδική λύση για να επέλθει η λύτρωση. Και αυτό ακυρώνει κάμποσα από τα καλά στοιχεία του.
Άλλα ελαττώματα δύσκολα συναντάς εδώ (θα ονομάτιζα μονάχα τη χρεία για ένα μικρό τριμάρισμα στη διάρκεια, ξεχωρίζοντας την εντελώς περιττή σκηνή με το ελάφι ή την επίσκεψη ενός άγνωστου άνδρα που θα απειλήσει τη Μίλντρεντ μέσα στο κατάστημα όπου εργάζεται, η οποία διακόπτεται από την απότομη εμφάνιση… της συζύγου τού Σερίφη – έλεος κάπου!). Προφανές μέγα ατού η δουλειά ενός σπουδαίου ensemble καστ ηθοποιών, με οδηγό την ερμηνεία – ήρεμη δύναμη της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, με ένα «πετρωμένο» από την οδύνη πρόσωπο αλλά την ενέργεια να παλέψει με μια ολόκληρη πόλη, σαν ήρωας παλιού γουέστερν που θα συνεχίσει να στέκει όρθιος μέχρι να δικαιωθεί το αίτημά του, όσα χτυπήματα κι αν εισπράξει από τους πάντες, ακόμη κι από το ίδιο το σπιτικό της. Χωρίς να νοιάζεται για το αν θα σταματήσεις να τη συμπαθείς και να ταυτίζεσαι μαζί της. Έχει το δίκιο της. Μέχρι να φτάσει στα όρια της εκδίκησης, όμως.