ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΠΙΛΙ ΧΟΛΙΝΤΕΪ (2021)
(THE UNITED STATES VS. BILLIE HOLIDAY)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Μουσική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λι Ντάνιελς
- ΚΑΣΤ: Άντρα Ντέι, Γκάρετ Χέντλαντ, Τρεβάντε Ρόουντς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 126'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Μία αναδρομή στα τελευταία χρόνια της σπουδαίας καλλιτέχνιδας της jazz, Μπίλι Χόλιντεϊ, το ανηλεές κυνήγι από τους πράκτορες του FBI, τις πάμπολλες καταχρήσεις, τις κακοποιητικές σχέσεις της, αλλά και το τραγούδι που, εν πολλοίς, διαμόρφωσε τα γεγονότα της ζωής της.
Το να αναφερθούμε στην καριέρα του Λι Ντάνιελς μετά το «Precious» (2009) ως τουλάχιστον απογοητευτική, θα είναι μάλλον understatement. Δεν είναι μόνο η παντελής αστοχία σε αμφότερα τα projects των «The Paperboy» (2012) και «Ο Μπάτλερ» (2013), αλλά περισσότερο το γεγονός πως μπορούμε να εντοπίσουμε μεγάλο κομμάτι από τα κακώς κείμενα στην απουσία ρυθμού, κάτι που μας δείχνει πως ο Αμερικανός σκηνοθέτης έχει ξεκάθαρο θέμα στο συγκεκριμένο τομέα – σε συνεργασία με τον εκάστοτε μοντέρ του, φυσικά. Δεν είναι έκπληξη, λοιπόν, που το ίδιο ακριβώς πρόβλημα κάνει την εμφάνισή του στη (μετά από επτάχρονη απουσία) νέα του ταινία, «Ηνωμένες Πολιτείες Εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ».
Η βασική κινητήρια δύναμη του σεναρίου, το οποίο βασίζεται στο «Chasing the Scream» του Γιόχαν Χάρι, αφορά στα προβλήματα που αντιμετώπισε η Μπίλι Χόλιντεϊ με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού «Strange Fruit». Το εν λόγω κομμάτι, ένα ανατριχιαστικό χρονικό – αλληγορία σχετικά με τα αμέτρητα περιστατικά λιντσαρίσματος του μαύρου πληθυσμού εκείνης της εποχής, έγινε «κόκκινο πανί» για την Κυβέρνηση που, προφανώς, φοβήθηκε τη δυναμική του. Ο μόνος τρόπος ώστε να σταματήσει να το τραγουδά η καλλιτέχνις; Το αδιάκοπο κυνήγι της, με πρόσχημα τον εθισμό της στα ναρκωτικά, μέρος του περίφημου «Πολέμου Ενάντια στα Ναρκωτικά», που είχε ως πραγματικό στόχο να πλήξει τη μαύρη κοινότητα και την κουλτούρα της.
Πατώντας πάνω σε αυτό, ο Ντάνιελς θα μας παρουσιάσει ένα κλειστοφοβικό, αργόσυρτο χρονικό χρήσης ναρκωτικών, σεξ και συστηματικής κακοποιητικής συμπεριφοράς, ενίοτε διανθισμένο με κάδρα που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από «φίλτρο Γουόνγκ Καρ Γουάι» στο Instagram! Η απουσία (μελο)δράματος είναι, όμως, εκκωφαντική, με το φιλμ να πηδάει ατάκτως από τη μία σκηνή στην άλλη (φανταστείτε τη σκηνή της κατανάλωσης του αίματος στο «Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί»… σε λούπα!) και, εν τέλει, το θέαμα να γίνεται «ντοκιμαντερίστικο», χωρίς να μας αφήνει απολύτως τίποτε περισσότερο στο νου. Αν, δε, προσθέσουμε και το αδέξιο love story που επαίρεται ως το «αντίδοτο» σε μια ζωή συστηματικής κακοποίησης και καταχρήσεων (που πολύ πιθανόν, μάλιστα, να είναι και αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα…), τότε η ταινία μπορεί να χαρακτηριστεί οριακά προσβλητική. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης στα παραπάνω, έχει και η τραγική ανάπτυξη όλων ανεξαιρέτως των συμπληρωματικών χαρακτήρων. Η πολύ καλή Άντρα Ντέι μοιράζεται τις σκηνές της με ηθοποιούς που μοιάζουν να διαβάζουν τις ατάκες τους από autocue και, προφανώς, αυτό δεν είναι πρόβλημα των ιδίων.
Σε κάθε περίπτωση, η Ντέι είναι η μόνη διασωθείσα από το ναυάγιο, με τη μελαγχολική, take no prisoners Μπίλι της να κινείται αιθέρια μεταξύ των σεκάνς του έργου. Όπως, φυσικά, και η μουσική. Εκεί που δε μπορούσε ν’ αναμιχθεί κανένας εξωτερικός παράγοντας, δηλαδή…