ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (2020)
(THE TRIP TO GREECE)
- ΕΙΔΟΣ: Τουριστική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Γουίντερμποτομ
- ΚΑΣΤ: Στιβ Κούγκαν, Ρομπ Μπράιντον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE / TANWEER
Ο Στιβ και ο Ρομπ περνούν μία εβδομάδα διακοπών στην Ελλάδα.
Τα πάντα ξεκίνησαν το 2010, με την τηλεοπτική σειρά «The Trip» του BBC. Η κυριακάτικη βρετανική εφημερίδα The Observer είχε ζητήσει από τον Στιβ Κούγκαν να κάνει κριτική κάποιων εστιατορίων ανά τη χώρα, ο συνάδελφος και φίλος του Ρομπ Μπράιντον τον ακολούθησε στο σχετικό road trip και ο Μάικλ Γουίντερμποτομ (που τους σκηνοθέτησε στο «Tristram Shandy: A Cock and Bull Story» το 2005) στάθηκε πίσω από τις κάμερες. Ένα edit των έξι επεισοδίων της σειράς πήρε τη μορφή ταινίας και το ίδιο συνέβη με τις συνέχειές της, «Ταξίδι στην Ιταλία» (2014) και «Ταξίδι στην Ισπανία» (2017). Ατυχώς, στο πέρασμα των χρόνων, η φθίνουσα πορεία του project είναι ορατή και, πλέον, στο «Ταξίδι στην Ελλάδα» το αποτέλεσμα κουράζει πραγματικά. Εκτός αν ο θεατής είναι αλλοδαπός και μπορεί (ν’ αντέξει και) να παρακολουθήσει τούτο το φιλμ σαν ένα τουριστικό, σχεδόν αυτοσχέδιο ντοκιμαντέρ, αποκλειστικά και μόνο για τις ομορφιές της Ελλάδας και κάποιες μυθολογικές πληροφορίες.
Κατά τα άλλα, το «Ταξίδι στην Ελλάδα» παρακολουθεί ένα (κυρίως) road trip των δύο ηθοποιών σε διάφορες περιοχές (με έμφαση στην Πελοπόννησο), όπου ο Στιβ οδηγεί, μιλάνε στον δρόμο και κάνουν στάσεις για φαγητό. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τούς βρίσκει σε τραπέζια εστιατορίων, να τρώνε και ν’ αυτοσχεδιάζουν διαλόγους… όχι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, με κάποιες αναφορές στο επάγγελμά τους και την pop κουλτούρα (ενίοτε). Μιμήσεις άλλων συναδέλφων και φιλμικών τους ρόλων, αστειάκια για τα βραβεία που έχουν αποκτήσει (ή όχι…) στην καριέρα τους, παρατηρήσεις για τη θέα (συνήθως θαλασσινή), σχόλια για τους σερβιτόρους, λιγοστές πολύ προσωπικές στιγμές (το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο γηραιός πατέρας του Κούγκαν στην Αγγλία και η επερχόμενη ολιγοήμερη επίσκεψη της συζύγου τού Μπράιντον στο νησί της Ιθάκης).
Οι σεκάνς των διαλόγων στα τραπέζια είναι πραγματικά ενοχλητικές σε διάρκεια και… δεν σε αφορούν, αφήνοντας μονάχα μία αίσθηση «ζήλιας» στον θεατή, ο οποίος απλώς κοιτάζει τα πιάτα τους και περιμένει τι θα τους σερβίρουν στο επόμενο εστιατόριο, με μικρά «διαλείμματα» – σταθμούς της διαδρομής σε αρχαιολογικούς χώρους, ώστε να υπάρχει ένα «subtext» αφήγησης που «δικαιολογεί» τη διαδρομή ως ένα είδος «Οδύσσειας» (από την αρχαία Τροία προς την Ελλάδα).
Η αλήθεια είναι πως οι Κούγκαν και Μπράιντον μιλούν και συμπεριφέρονται κάπως απαξιωτικά σε αρκετά σημεία του φιλμ, λες και εκπροσωπούν μία ανώτερη φυλή κουλτούρας και πνεύματος, ενώ ταυτόχρονα επιδεικνύουν μία τυπικά βρετανική «ξινίλα» παλιοχαρακτήρα – τουρίστα που ήρθε σε έναν ξένο τόπο για να αντιμετωπίσει τα πάντα και τους πάντες σαν «δουλικά». Για να μην παρεξηγηθώ από… διαφορετική σκοπιά, ουδεμία σχέση έχω με «πατριωτικές» κρίσεις και υστερίες! Απλά, αυτοί οι δύο τύποι έχουν ένα κάποιο attitude. Που η καριέρα τους στον καλλιτεχνικό χώρο δεν θα έλεγα ότι (μπορεί να) το επιτρέπει / υποστηρίζει. Και επειδή δεν ακούμε και καμία ιδιαίτερη σοφία από τα στόματά τους σε αυτά τα 100 και κάτι λεπτά που διαρκεί η μονταρισμένη κινηματογραφική version της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς, κάπου έχασα την υπομονή μου…
Υποθέτω ότι το θέαμα στο σπίτι, «σπασμένο» σε ολιγόλεπτα επεισόδια / μέρη, ίσως να είναι πιο αρεστό ή προσιτό. Έστω, αν το φιλμ μπορούσε να συνοδεύεται από πιάτα φαγητού κατά τη διάρκεια της προβολής του, να αποκτούσε ένα παράλληλο ενδιαφέρον, σαν ένα είδος «συμμετοχής» στο ίδιο τραπέζι. Το δέλεαρ αυτού του «Ταξιδιού στην Ελλάδα» από την άλλη πλευρά της οθόνης, όμως, με άφησε παγερά αδιάφορο, συχνά βαριεστημένο κι ενίοτε θυμωμένο. Τρέμε Tripadvisor!