THE SURFER (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Αλληγορία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λόρκαν Φίνεγκαν
- ΚΑΣΤ: Νίκολας Κέιτζ, Φιν Λιτλ, Τζούλιαν ΜακΜάχον, Αλεξάντερ Μπέρτραν, Μάικλ Άμπερκρόμπι, Ραχέλ Ρόμαν, Ρόρι Ο’Κιφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ένας άνδρας πηγαίνει στην παραλία που μεγάλωσε για να σερφάρει με τον έφηβο γιο του. Μια ομάδα από ντόπια αληταριά θα τους εμποδίσουν και θα του κλέψουν τη σανίδα. Ο Surfer δεν θα κάνει πίσω. Θα διεκδικήσει τη θέση που του ανήκει στην παραλία.
Αυτή η ταινία θα μπορούσε να έχει έρθει μονάχα από την Αυστραλία! Έχει αυτό το vibe ενός τόπου «παραξενιάς», όπου η Φύση δείχνει να διατάζει τις συμπεριφορές και ο άνθρωπος μονάχα τις «μολύνει». Πίσω από το… βλακωδώς απλοϊκό εύρημα ενός τσακωμού για το δικαίωμα να κάνεις surf σε μια παραλία, ο σεναριογράφος Τόμας Μάρτιν απλώνει ένα απίστευτο layering εννοιών, ψυχολογικών, κοινωνιολογικών και πολιτισμικών, απογειώνοντας τις θεματικές της ταξικής κατακρήμνισης και των επιπτώσεών της, έναν τοπικισμό που μπορεί να φλερτάρει ακραία με τον ρατσισμό, όσο και την τοξικότητα της ανδρικής υπεροχής. Όλα θίγονται με θαυμαστό τρόπο, άσχετα από το συγκρουσιακό της αφήγησης, η οποία δεν ισορροπεί σωστά ανάμεσα σε προβληματικές υπαρξισμού και τις «παραισθησιογόνες» εξάρσεις που η παρουσία του Νίκολας Κέιτζ (πάντα) μπορεί να υποστηρίζει. Το τελικό αποτέλεσμα του «The Surfer» κάπου αποξενώνει τον (mainstream) θεατή. Και είναι κρίμα, διότι σε αυτόν (οφείλει να) απευθύνεται η ουσία του έργου.
Πατέρας και γιος πάνε για surf σε σχετικά παρθένα (ακόμη) παραλία, συμμορία από ντόπιους τους κάνει bullying και τους αλλάζει τα σχέδια, ο πρώτος δεν το βάζει κάτω και ξενυχτά σε υπαίθριο χώρο parking παρατηρώντας τις κινήσεις και τις συμπεριφορές τους, ώσπου να ξυπνήσει το επόμενο πρωινό και ν’ αντιληφθεί πως του έχουν κλέψει τη σανίδα. Η Αστυνομία δείχνει ανοχή προς την αντίθετη πλευρά, η μπαταρίες αυτοκινήτου και κινητού τηλεφώνου βγαίνουν off, δαρμένος και δίχως χρήματα ο πατέρας «μεταμορφώνεται» σταδιακά σε… άστεγο για λύπηση και οι παραλιάκηδες συνεχίζουν να τον γλεντάνε σαδιστικά.
Ο Λόρκαν Φίνεγκαν διακωμωδεί βίαια το γκροτέσκο, περνώντας όμως ένα ύπουλο ταξικό μήνυμα «από τα ψηλά στα χαμηλά» (κι) από τη μια στιγμή στην άλλη, το οποίο συγγενεύει επικίνδυνα με τον ρεαλισμό, όσο αλληγορικό και να παριστάνει πως είναι στο φιλμ. Ο πατέρας, αν και μεγαλωμένος στην περιοχή, με το όνειρο να αγοράσει το παλιό πατρικό του και να επιστρέψει σ’ ένα μέρος που θεωρεί τόπο του, βιώνει την εχθρικότητα ενός «ξένου» ο οποίος έχει χάσει κάθε δικαίωμα πρόσβασης, προκαλώντας την οργή μιας ντόπιας «συμμορίας» ανδρών που καταδυναστεύει την παραλία, με αρχηγό… ένα πρότυπο life coach «καραγκιοζάκου», φορτωμένου με όλα τα σύγχρονα στερεότυπα τοξικής αρρενωπότητας.
Η υποπλοκή του clochard άνδρα με το για πάντα παρκαρισμένο εκεί αμάξι – «κατοικία» κάνει έναν προφανή παραλληλισμό με τον πατέρα που υποδύεται ο Κέιτζ, όμως, η ιστορία του παραμένει στην ασάφεια (σχεδόν έως το τέλος), όπως το ίδιο ισχύει και για την παρελθούσα οικογενειακή κατάσταση του ήρωα, με το σκηνοθετικό στυλ να ρέπει περισσότερο προς μία «trippy» κατάσταση «χασίματος», η οποία λες και (λανθασμένα) επιδιώκει να απομακρυνθεί από τις αλήθειες της πλοκής που επιζητούν απαντήσεις και λύτρωση.