ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΚΑΡΜΕΝ (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαχαρίας Μαυροειδής
- ΚΑΣΤ: Γιώργος Τσιαντούλας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Νικόλας Μίχας, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Βασίλης Τσιγκριστάρης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Ο Δημοσθένης και ο Νικήτας λιάζονται και κολυμπούν στα Λιμανάκια, αναπολούν γεγονότα από το περσινό καλοκαίρι χωρισμού του πρώτου και φαντασιώνουν το σενάριο μιας ταινίας που ο δεύτερος ελπίζει να σκηνοθετήσει και να στείλει στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» μοιάζει με την εκπλήρωση ενός απωθημένου (αν όχι και περισσότερων…) του Ζαχαρία Μαυροειδή. Προσωπικού ή φιλμικού, δεν είμαι βέβαιος για τη σειρά προτεραιότητας. Γιατί σίγουρα «παίζουν» προσωπικά ζητήματα σε τούτη την ιστορία, που από δίπλα περιπαίζει τα στερεότυπα της (ντόπιας) κινηματογραφίας μ’ έναν… επιθετικά gay τρόπο, λες και το βασικό μέλημα του σκηνοθέτη / σεναριογράφου ήταν να υπογράψει την πιο «queer» (εντελώς passé ορολογία εν έτει 2024, αλλά ) ταινία στα χρονικά του ελληνικού σινεμά. Το καταφέρνει. Χάνει, όμως, την ευκαιρία να κάνει (και) κάτι σπουδαιότερο. Επειδή, κατά βάθος, όπως και οι ήρωές του, κι εκείνος αναζητά μια σεναριακή βάση που… δεν του βγαίνει.
Έχοντας αποδείξει με σαφήνεια τις ικανότητές του στη σκηνοθεσία με τον «Απόστρατο» (2020) και αισθανόμενος μια «ναρκισσιστική» άνεση ως προς το επόμενο κινηματογραφικό του βήμα, ο Μαυροειδής αυτοπαγιδεύει το ταλέντο του μέσα σ’ ένα μεγάλου μήκους αυτοαναφορικό σεναριακό ανέκδοτο… μικρότερης διάρκειας σε αντοχή, το οποίο δεν κουβαλά μέσα του την αυτοπεποίθηση του δημιουργού του, ούτε και τη δυναμική μιας γερής ιστορίας ή κάποιας τρανταχτής ανατροπής (στοιχεία που προστάτευαν την προηγούμενη δουλειά του). Αν και δείχνει πως έχει μια «αρχιτεκτονικά» δομημένη σκέψη γραφής, τούτο το «Καλοκαίρι» αποσυντίθεται σταδιακά εξαιτίας της απουσίας μιας θεμελιώδους storyline, πάνω στην οποία θα έστεκαν πιο λειτουργικά τα διάσπαρτα meta-σχόλια για το σινεμά, την αφήγηση και τα πράγματα που μπορούμε να «κλέβουμε» από τη ζωή για να τα αναπαράγουμε στην Τέχνη.
Παρά το άγονο της πλοκής, παραδόξως, η ταινία του Μαυροειδή βλέπεται πραγματικά ευχάριστα διότι υπάρχουν πανέξυπνες πινελιές σε διαλόγους και εμβόλιμα ευρήματα (τι κρίμα που δεν υπάρχουν περισσότερες σκηνές σαν τη βουγιουκλακική φαντασίωση στρωματσάδας στη θάλασσα με… οπερατικό twist!), σε σημεία η αντιμετώπιση του καταστασιακού παραπέμπει (πετυχημένα!) σε Γούντι Άλεν, η διεύθυνση φωτογραφίας του Θεόδωρου Μιχόπουλου ανυψώνει σε χρωματικές εντάσεις από κάδρα έως και γειτονιές του κέντρου της Αθήνας και οι ερμηνείες αποπνέουν μια ειλικρίνεια που ταυτίζεται όμορφα με το περιεχόμενο του φιλμ. Οπωσδήποτε υπάρχει μια αναντίρρητη φρεσκάδα και καλή διάθεση στην ατμόσφαιρα. Αλλά ο χωρισμός του Δημοσθένη, τα πήγαιν’ έλα μπας και τα ξαναφτιάξει με τον Πάνο, όσο και η ελαφρώς άκυρη σεναριακά συνύπαρξη με τους γονείς του πρώτου (που θα μπορούσε και να λείπει ολοκληρωτικά), δεν αρκούν για να οδηγήσουν το φιλμ σε μια κάποια αξιομνημόνευτη κορύφωση, από την ιδέα της οποίας τούτη τη φορά ο Μαυροειδής λες κι έχει πάρει διαζύγιο.
Απόλυτα «αδερφίστικο», ναι. Απόλυτα καλοκαιρινό, ναι. Απόλυτα απαραίτητο… ουπς, αυτό πηγαίνει στους σεναριακούς κανόνες που οφείλεις να κατέχεις και να είσαι δυνατά δοκιμασμένος σε δαύτους, προτού επιχειρήσεις να τους αποδομήσεις σε τέτοιο βαθμό (όσο εδώ). Επίσης, λίγη παραπάνω μελέτη ως προς τη χρήση της ηχητικής μπάντας (από source music έως και score) δεν έβλαψε κανέναν. Για την επόμενή φορά. Με καλύτερα εφόδια, εύχομαι.