THE SUBSTANCE: ΤΟ ΕΛΙΞΗΡΙΟ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ (2024)
(THE SUBSTANCE)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Αλληγορία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κοραλί Φαρζά
- ΚΑΣΤ: Ντέμι Μουρ, Μάργκαρετ Κουέιλι, Ντένις Κουέιντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
«Ονειρευτήκατε ποτέ μια καλύτερη version του εαυτού σας;». Η Ελίζαμπεθ, στα πατημένα -ήντα της, αισθάνεται να περνά στα αζήτητα του Χόλιγουντ. Η υπόσχεση που προσφέρει το promo ενός νέου προϊόντος την προτρέπει να το τολμήσει. Ως αποτέλεσμα, μία νεότερη… «υποδιαίρεση» της ύπαρξής της δημιουργείται και μοιράζεται μαζί της τον χρόνο της δικής της ζωής!
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ενώ εξακολουθούσα να παρακολουθώ το «The Substance» (αγνοήστε τον απολύτως σαχλό ελληνικό «υπότιτλο») ήταν η λέξη «fable». Προσοχή. Όχι «fairy tale». Το «παραμύθι» εδώ αντιπροσωπεύει μια σύντομη, φανταστική ιστορία, η οποία έχει ως στόχο να μεταφέρει ένα ηθικό δίδαγμα. Το σενάριο της Κοραλί Φαρζά έχει δομηθεί με σχεδιασμό διδάγματος ηθικών αρχών και αποσκοπεί στο να μεταδώσει σοφία. Φιλμικά, δε, η σκηνοθετική της ματιά είναι αδιαμφησβήτητα σύγχρονη, με μια «σαρκώδη» ειρωνεία και ως προς το θέμα της, όσο και ως προς τις σινεφιλικές της αναφορές, που εκτελούνται με τόσο γκροτέσκο τρόπο ώστε να με κάνουν να φαντάζομαι πως ακόμη κι ένας Τέρι Γκίλιαμ μπορεί να… έφαγε τις σάρκες του, μειδιώντας μπροστά στη μεγάλη οθόνη!
Η Φαρζά αποδεικνύεται συνεπέστατη ως δημιουργός ενός σινεμά γυναικείου με (το εννοώ)… αρχίδια! Μετά το επίσης εξαιρετικό δείγμα «bitch, please!» φεμινιστικής και «υπερ-ηρωικής» ακρότητας του «Revenge» (2018), όπου το «girl power» έπαιρνε μια χιουμοριστικά υπερβολική μορφή εκδικητικότητας απέναντι στο ανδρικό φύλο, επιστρέφει εδώ με μια «παραμυθένια» αλληγορία για τη σεξιστική ομορφιά του γυναικείου κορμιού, την «ημερομηνία λήξης» της… εκμετάλλευσής του, αλλά και την αποκαθήλωση του stardom όταν εκείνο ρυτιδιάζει κι «ασχημαίνει» μπροστά από κάθε φακό κάμερας.
Η Ελίζαμπεθ είναι μία γερασμένη (για τα μέτρα του σημερινού Χόλιγουντ) star που συντηρεί τις παλιές της δόξες ως «παντοτινή» fitness guru τηλεοπτικού show, για το οποίο τα στελέχη του καναλιού ετοιμάζουν «refresh» και «rebranding». Νοσοκόμος σε κλινική, όπου θα μεταφερθεί μετά από τροχαίο, της πασάρει stick-άκι το οποίο περιέχει διαφημιστικό promo για μια ουσία που κυκλοφορεί στη «μαύρη αγορά» και αναπαράγει κύτταρα του σώματός σου, δημιουργώντας «μια νεότερη, καλύτερη version του εαυτού σου». Όχι ακριβώς μια πανομοιότυπη και πιο φρέσκια «ρέπλικα» του εαυτού σου, μα μια φαντασιακά ιδανική εκδοχή νιότης κι ομορφιάς, η οποία «γεννιέται» μέσα από το ίδιο σου το κορμί, τρέφεται με το εγκεφαλονωτιαίο σωματικό σου υγρό και μοιράζεται δίκαια τον χρόνο της ζωής σου υπό συνθήκες αυστηρών κανόνων που δεν πρέπει να παραβιαστούν. Διαφορετικά, θα υπάρξουν συνέπειες…
Η Σου, η καύλα – «alter ego» της Ελίζαμπεθ, αναδεικνύεται σε αδηφάγο πλάσμα με too much ego, που θέλει να ζήσει στον «καινούργιο» κόσμο που βρέθηκε δίχως να δίνει λογαριασμό στο «μητρικό» σώμα του εαυτού της, με πολύ δυσάρεστα (και μη αναστρέψιμα…) αποτελέσματα. Όταν η σημασία του «YOU ARE ONE» καταπατάται σε ολέθριο βαθμό για την Ελίζαμπεθ, η παραμόρφωσή της δεν θα είναι η μοναδική «τιμωρία» που θα πρέπει να υποστεί και η Σου.
Παραδόξως, καμία ηρωίδα αυτού του «παραμυθιού» δεν έχει βαλθεί να υπηρετήσει το Καλό και όσα προστάζει η ηθική του. Είναι λες και μια «κακιά μάγισσα» πίνει το «μαγικό φίλτρο» για να νιώσει ξανά το θαύμα της νεότητας, αλλά τελικά να το βιώνει η «όμορφη πριγκίπισσα» που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της και «ωριμάζοντας» να μετατρέπεται σ’ ένα τέρας αχαριστίας και βουλιμικής υστερίας. Η Φαρζά… αποσυνθέτει τα κύτταρα ενός βιολογικού ιστού που έχει πλαστεί σεναριακά με πολλαπλά layers σημειολογίας, όσο και γονίδια από το παρελθόν της 7ης Τέχνης, την οποία σαρκάζει σχεδόν ασεβώς! Από τον (προαναφερθέντα) Γκίλιαμ έως τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, μα πρωτίστως το σπέρμα της αινιγματικής δημιουργικότητας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το «The Substance» αποτελεί (και) ένα κυριολεκτικό trivial party σινεφιλίας που «παίζει» ανασκευάζοντας τα αλλεπάλληλα homage του. Στο (προφανές) φαίνεσθαι, δε, μοιάζει λες και η «Η Λεωφόρος της Δύσης» (1950) συγκρούστηκε μετωπικά με το «The Neon Demon» (2016) και την κατόπιν «συναρμολόγηση» σε ένα «σώμα» να ανέλαβε ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ χέρι-χέρι με τον Ρομπ Μπότιν!
Αν η Φαρζά δεν καταφέρνει ν’ αγγίξει το μέγεθος ενός πραγματικού αριστουργήματος είναι επειδή και η ίδια… παθαίνει Σου, «δαγκώνοντας» (ή κατακρεουργώντας) την Τέχνη που αγαπά χωρίς σταματημό (και μέτρο), πριν καν καταφέρει ν’ αποκτήσει μια ολόδική της οπτική ταυτότητα ως δημιουργός (μιλάμε για τη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία της!). Η ευφυία της, όμως, διαφαίνεται έως και μπροστά στο απόλυτο casting της Ντέμι Μουρ, η οποία μετατρέπει κάθε σπιθαμή του κορμιού της σ’ έναν τραγικό απολογισμό του τι εστί καριέρα για μια ηθοποιό στο Χόλιγουντ. Όχι εκείνου της εποχής της «κρυμμένης» Γκρέτα Γκάρμπο, μα της απόλυτα εκτεθειμένης στο σήμερα γυναίκας / star που… ποδοπατείται από το αγριεμένο πλήθος των καταναλωτών της εικόνας, δίχως ίχνος σεβασμού (ακόμη και) στο περίφημο Walk of Fame (μνημειώδης σεκάνς ανθολογίας η εισαγωγή και ο επίλογος). Με ένα τέλος αντάξιο του… «πολιτισμού» μας. Και του σάπιου σώματός του, που μονάχα θάνατο μπορεί να εκκρίνει (πια).