Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ (2025)
(THE SHROUDS)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Κασέλ, Ντιάνε Κρούγκερ, Σαντρίν Χολτ, Γκάι Πιρς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Παθιασμένος με τη νεκρή σύζυγό του, ο Καρς την κηδεύει στο ιδιόκτητο κοιμητήριό του, όπου οι πελάτες – συγγενείς του κάθε αποθανόντος μπορούν να έχουν οπτική επαφή με την αποσύνθεση του σώματος, καθώς ελέγχεται από ένα πρωτοποριακό hi-tech σάβανο. Ο βανδαλισμός μερικών από αυτούς τους τάφους ανοίγει μια αναπάντεχη υπόθεση μυστηρίου στη θλιμμένη καθημερινότητά του.
Παραμένει παραγωγικός στα 82 του χρόνια (!) ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, πάντα πιστός στις εμμονές του με το ανθρώπινο σώμα και τις… παραμορφώσεις του, σχεδόν προφητεύοντας το στο σήμερα αποκαλούμενο είδος του «body horror» στο σινεμά, σαφώς με μία (ανέκαθεν) πιο εγκεφαλική, τολμηρή και προσωπική προσέγγιση. Στον «Κύριο των Νεκρών» (μία παράδοξα προβληματική «εκδοχή» του τίτλου στα ελληνικά), ο Καναδός δημιουργός εξελίσσει τη συνήθη θεματική του σε διπλό terrain: από τη μία έχουμε τη μεταβολή του σώματος μέσω του (όποιου) ακρωτηριασμού ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας λόγω καρκίνου και από την άλλη φτάνουμε στο τελικό στάδιο «μετάλλαξης» του ενταφιασμένου νεκρού σώματος μέσω της σταδιακής σήψης του.
Είναι μία λογική τροπή ωρίμανσης του σκεπτικού του σκηνοθέτη, με τη διαφορά ότι το σενάριο (του ιδίου) εμπλουτίζεται από ακόμη περισσότερα στοιχεία που αφορούν στις αφύσικες επεμβάσεις της τεχνολογίας, στους ενδεχόμενους κινδύνους που επιφυλάσσει η επιστήμη, στα «πρέπει» της όποιας θρησκείας σε σχέση με τον σεβασμό προς τον νεκρό, στις παγκόσμιες πολιτικές ισορροπίες, έως και στη ρήξη με όλα τα ανωτέρω μέσω τρομοκρατικών ενεργειών.
Άκρως ριψοκίνδυνο να συνδυαστούν όλα αυτά, αλλά οι γνώστες της φιλμογραφίας του Κρόνενμπεργκ (μονάχα) θα μπορέσουν να αποδεχτούν πως λειτουργούν στο φιλμ, το οποίο παρακολουθεί έναν εκκεντρικό businessman, ιδιοκτήτη ιδιωτικού νεκροταφείου και παραπλήσιου… εστιατορίου, σε αδιέξοδη φάση θρήνου για τον χαμό της αγαπημένης του συζύγου, την οποία έχει θάψει μέσα σ’ ένα σάβανο πρωτοποριακής τεχνολογίας (και σχεδιασμού από τον οίκο Saint Laurent!) που του επιτρέπει να… απολαμβάνει την εικόνα της αποσύνθεσης του σώματός της.
Ο βανδαλισμός του νεκροταφείου και η παράλληλη κυβερνοεπίθεση από hackers που δεν του επιτρέπουν πια τον έλεγχο μερικών από τους τάφους (με άγνωστη μεταξύ τους σύνδεση), ανοίγει το πλαίσιο μίας βασικής υποπλοκής μυστηρίου, δίπλα στις διαπροσωπικές σχέσεις ήρωα, ο οποίος διχάζεται (και σεξουαλικά) ανάμεσα στη γνωριμία του με την τυφλή σύζυγο ενός ετοιμοθάνατου… πελάτη του και την κουνιάδα του που έχει ακριβώς τα ίδια εμφανισιακά χαρακτηριστικά με την εκλιπούσα αδελφή της.
Παρά το γεγονός ότι η ιστορία δεν βγάζει πάντοτε νόημα, υπάρχει μια αίσθηση ακατέργαστης κι αφτιασίδωτης αυθεντικότητας στην οπτική του Κρόνενμπεργκ, μια ωμή τιμιότητα απέναντι στους θεματικούς κώδικες στους οποίους αφιέρωσε την κινηματογραφική του καριέρα. Το κύριο πρόβλημα του «Κύριου των Νεκρών» εντοπίζεται στην αναζήτηση ενός φινάλε και του σκοπού ύπαρξης της ταινίας, που ταυτίζεται αρκετά με την ερμηνευτική ατονία του Βενσάν Κασέλ. Αν και ο Γάλλος ηθοποιός φυσιογνωμικά μπορεί (ανά στιγμές) να θυμίσει (μάλλον ναρκισσιστικά!) τον Κρόνενμπεργκ, το casting του είναι εντελώς λάθος σε υποκριτικό επίπεδο, καθώς δίνει διαρκώς την εντύπωση πως… δεν καταλαβαίνει που βρίσκεται, οδηγώντας τον ήρωά του (και το φιλμ) σ’ ένα αδιέξοδο παρόμοιο με το αιώνια αναπάντητο ερώτημα για το τέλος της (θνητής) ζωής και την άγνωστη συνέχεια (ή μη) της πορείας της ψυχής.