Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ (2020)
(THE SECRET GARDEN)
- ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακό Δράμα Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρκ Μάντεν
- ΚΑΣΤ: Ντίξι Έγκεριξ, Ρίτσαρντ Χάνσελ, Ντέιβιντ Βέρεϊ, Τόμι Σάριτζ, Τζούλι Γουόλτερς, Κόλιν Φερθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Χάνοντας τους γονείς της από επιδημία χολέρας, η δεκάχρονη Μέρι αφήνει την Ινδία της δεκαετίας του ’50, ώστε να ζήσει στην έπαυλη του θείου της, στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας. Εκεί θ’ ανακαλύψει τα πολλά κρυμμένα μυστικά του σπιτιού και θα δώσει νέα πνοή στο «μαραμένο» περίγυρο της.
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε στα περισσότερα κλασικά, αναλλοίωτα στο χρόνο μυθιστορήματα, η κινηματογραφική βιομηχανία έχει την πάγια τακτική της μεταφοράς τους στη μεγάλη οθόνη και της επακόλουθης «επικαιροποίησής» τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να προσελκύσει νέο κοινό, έχοντας το avantage μιας δοκιμασμένης συνταγής. Το ίδιο συμβαίνει με το διαχρονικό «Ο Μυστικός Κήπος» της Φράνσις Χόντγκσον Μπάρνετ, που εκατόν δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του συνεχίζει ν’ απασχολεί το φιλμικό γίγνεσθαι, γεννώντας φέτος ακόμη μία εκδοχή.
Χρειαζόμασταν άλλον έναν «Μυστικό Κήπο» στην εποχή μας; Βλέποντας πως το βιβλίο έχει μεταφερθεί πάνω από επτά φορές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, η εύλογη απάντηση είναι πως… όχι. Ιδίως, μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη πως η πιο high-profile διασκευή, δια χειρός Ανιέσκα Χόλαντ το 1993, είναι ένα γλυκό, διδακτικό παραμύθι που παρακολουθείται εξαιρετικά ευχάριστα, ακόμη και σήμερα. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, όμως, και φυσικά άλλοι θεατές – σε κάθε ηλικιακή ομάδα. Έτσι, οι παραγωγοί διέγνωσαν την ανάγκη ενός πιο «γυαλιστερού», οπτικά επιτηδευμένου «makeover», ξεχνώντας όμως το σημαντικότερο στοιχείο της ιστορίας: την ψυχή της. Κάπως σαν την έπαυλη του Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν, πριν καταφτάσει η μικρή Μέρι Λένοξ.
Το μεγάλο ατού του «Μυστικού Κήπου» είναι οι χρήσιμες για την μυστηριακή ατμόσφαιρα και την εξέλιξη του στόρι τοποθεσίες του. Η έπαυλη (στην προκειμένη περίπτωση πολύ πιο γοτθικού χαρακτήρα και εμφανώς πιο «άδεια» από την ταινία της Χόλαντ) είναι μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για κάποιο εμβρυακού τύπου σασπένς κατά την εξερεύνηση της μικρής Μέρι, και μία μικρή επίδειξη της φροντισμένης σκηνογραφικής δουλειάς που έχει γίνει στο φιλμ. Η αλγεινή εντύπωση, παρ’ όλα αυτά, δίνεται από το σημαντικότερο πυλώνα της ταινίας, τον «μυστικό» κήπο που ανακαλύπτει η πρωταγωνίστριά μας και χαίρει ιδιάζουσας σημασίας για την αφήγηση. Εκεί όπου θα έπρεπε να δούμε έναν χώρο – κλειδί, ισότιμης (σχεδόν) σημασίας με τους χαρακτήρες επί της οθόνης, παρατηρούμε ένα απλό trick, ένα υπερ-στυλιζαρισμένο gimmick που αντιμετωπίζεται σαν ένα σκέτο οπτικό εφέ, το οποίο μας πετά τελείως έξω από τη (μέχρι εκείνη τη στιγμή) στοιχειώδη συνοχή της πλοκής. Διόλου κολακευτική (και) η σύγκριση με την αριστοτεχνική δουλειά της διεύθυνσης φωτογραφίας του αρτίστα Ρότζερ Ντίκινς στο φιλμ του ’93, εκεί όπου λειτούργησε υποδειγματικά το παιχνίδι με το φως, αλλά και η αίσθηση καταχνιάς των βαλτότοπων της Βόρειας Αγγλίας.
Μολονότι ολίγον τι πιο ραφιναρισμένη απ’ ότι θα περιμέναμε, η Ντίξι Έγκεριξ είναι μία πολύ εκφραστική ηθοποιός και κατορθώνει να κουβαλήσει πάνω της (σε κάποιο βαθμό) τον «Μυστικό Κήπο». Το πρόβλημα που εντοπίζεται, όμως, είναι κυρίως σεναριακό, μιας και λείπει μία παρουσία ανάλογη με εκείνη της σπουδαίας Μάγκι Σμιθ στην προηγούμενη, ένα αντίβαρο στην παιδικότητα της Μέρι. Και λέμε σεναριακό, μιας και η Τζούλι Γουόλτερς είναι μιας εγνωσμένης αξίας ηθοποιός, άρα δεν τίθεται θέμα απλού ειδικού βάρους…