ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΔΕΝΤΡΑ (2016)
(THE SEA OF TREES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκας Βαν Σαντ
- ΚΑΣΤ: Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, Κεν Γουατανάμπε, Ναόμι Γουάτς, Τζόρνταν Γκαβάρις, Κέιτι Άσελτον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Αμερικανός καθηγητής παρατάει τα πάντα και ταξιδεύει στην Ιαπωνία για να δώσει τέλος στη ζωή του. Όταν συναντήσει έναν Ιάπωνα με την ίδια πρόθεση, η επιθυμία του να πεθάνει θα γίνει αγώνας να ζήσει μέσα σε ένα πυκνό, αδιάβατο δάσος.
Τουλάχιστον τέσσερις ταινίες προσπαθεί να χωρέσει ο Γκας Βαν Σαντ στο «Μια Θάλασσα από Δέντρα» και οι τέσσερις είναι… αποτυχημένες! Ψυχόδραμα, περιπέτεια επιβίωσης, συζυγικό δράμα, μυστήριο. Τέσσερα στα τέσσερα, παταγώδης αποτυχία. Η ιδέα τού σεναρίου τού Κρις Σπάρλινγκ είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, με τον Αμερικανό καθηγητή να παίρνει την απόφαση να κάνει ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, δίνοντας τέλος στη ζωή του σε έναν τόπο ξένο, διαβόητο για το πλήθος των ανθρώπων που αυτοκτονούν εκεί. Το δάσος Αοκιγκαχάρα δεν είναι σεναριακή επινόηση. Είναι πράγματι ένα δάσος στους πρόποδες του Φούτζι, πυκνό, δύσβατο, όπου δεκάδες άνθρωποι κάθε χρόνο αυτοκτονούν με διάφορους τρόπους. Οι πινακίδες που συναντά ο Άρθουρ, ο ήρωας που υποδύεται ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, στην είσοδο του δάσους είναι παρόμοιες με αυτές που βρίσκονται στο πραγματικό Αοκιγκαχάρα (τα γυρίσματα, όμως, δεν έγιναν στην Ιαπωνία). Μηνύματα όπως «Έχεις μόνο μια ζωή, φρόντισέ την» και διάφορα άλλα αποτρεπτικά της αυτοχειρίας βλέπει όποιος επισκεφθεί το δάσος, που προφανώς και δεν προσφέρεται για μια ανέμελη απόδραση στη φύση.
Το ίδιο το δάσος, αν και όχι αυθεντικό, είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, όπως έχει φωτογραφιστεί και κινηματογραφηθεί. Η πυκνότητα και οι σκιές του δίνουν ένα κατάλληλο περιβάλλον για μια βαριά ιστορία. Η ίδια η αφήγηση, ωστόσο, απογοητεύει, τόσο στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, όσο και στις ερμηνείες. Ο Άρθουρ, που φτάνει στο δάσος με ένα κουτάκι χάπια, σύντομα θα συναντήσει έναν Ιάπωνα, τον Τακούμι, ο οποίος περιφέρεται με πληγές στους καρπούς. Έχει ήδη αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, αλλά μετανοημένος ψάχνει να βρει την έξοδο και να γυρίσει στην οικογένειά του. Ο Άρθουρ θα ξεχάσει τον δικό του πόνο και θα τον βοηθήσει, αλλά θα χαθούν μαζί και θα συνεχίσουν να περιφέρονται στο δάσος, όπου θα βρουν σκελετούς, κρεμασμένους, πτώματα κατασκηνωτών σε αποσύνθεση, και άλλα τέτοια ευχάριστα. Κατά διαστήματα η δράση (αν την αποκαλέσουμε έτσι…) διακόπτεται από flashback, στα οποία βλέπουμε τη δύσκολη σχέση του Άρθουρ με την αλκοολική και γεμάτη νεύρα γυναίκα του, που τελικά αρρωσταίνει, θεραπεύεται, αλλά… πεθαίνει με άσχετο, αλλά προβλέψιμο τρόπο.
Όλα αυτά τα «δροσερά» θα μπορούσαν να έχουν νόημα ή να συγκινήσουν, αλλά η σκηνοθεσία, οι διάλογοι, η γλυκερή ερμηνεία του ΜακΚόναχεϊ, η αμηχανία τού Γουατανάμπε και η μονοτονία της Γουάτς, σε συνδυασμό με τη γλυκανάλατη μουσική του Μέισον Μπέιτς, σε κάνουν να επιθυμείς ξαφνικά η επιρροή τού δάσους να ήταν περισσότερο αποτελεσματική. Στο φινάλε, ο Βαν Σαντ δίνει τη χαριστική βολή με μια δόση φαντασίας / μυστηρίου που ακυρώνει όποιο καλό στοιχείο ήθελες να αναγνωρίσεις.