ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΓΗΣ (2014)
(THE SALT OF THE EARTH)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βιμ Βέντερς, Ζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάδο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
H σαραντάχρονη φωτογραφική καριέρα του Σεμπαστιάο Σαλγάδο, είτε ως μάρτυρα διεθνών συγκρούσεων και κοινωνού μαζικών «εξόδων», είτε ως μέσου αποκάλυψης της ομορφιάς της φύσης και προσωπογραφία των λαών της Γης, μπαίνει στο επίκεντρο του φακού τού Βιμ Βέντερς και του γιου τού φωτογράφου, Ζουλιάνο, για να αναδειχθεί ως καταγραφή της ίδιας της κοινωνικής ιστορίας τού πλανήτη.
Παρά το γεγονός ότι η κινηματογραφική καριέρα του Βιμ Βέντερς προσφέρει τελευταία μόνο απογοητεύσεις, η ματιά του ως ντοκιμαντερίστα παραμένει καίρια και γεμάτη κατανόηση για την πραγματική ουσία τής δημιουργίας κάθε αντικειμένου του. Όπως στην «Pina» (2011) κατάφερε να κοιτάξει πίσω από το ίδιο το έργο για να φτάσει στην καλλιτέχνιδα, έτσι και στο «Αλάτι της Γης», μέσα από την εστίασή του στη δουλειά και τη ζωή τού φωτογράφου Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, o Βέντερς καταφέρνει αφενός να ρίξει μια ματιά στη φιλοσοφία ενός ανθρώπου και να φωτίσει τα κίνητρα της δουλειάς του και, αφετέρου, να δανειστεί τη ματιά ενός φωτογράφου, που ταυτίστηκε όσο λίγοι με το «αντικείμενό» του και κατάφερε να αναδείξει έναν κόσμο το ίδιο τραγικό και μεγαλειώδη, μια ανθρωπότητα εξίσου εχθρική και μάχιμη, μια Γη τόσο μαγευτική όσο και φορέα αβάσταχτης καταστροφής.
Ο Βέντερς, εξάλλου, δανείζεται την ασπρόμαυρη φωτογραφία των εικόνων του Σαλγκάδο για να τον κινηματογραφήσει σε ίδιους τόνους, την ώρα που ο τελευταίος παρατηρεί τη δουλειά του σε πρώτο πλάνο και μοιράζεται τις λεπτομέρειες της ιστορίας που κρύβει κάθε βλέμμα. Από την επιστροφή του στη Βραζιλία μετά τη λήξη της δικτατορίας και το πρώτο κάλεσμά του στην Αφρική μέχρι τα μεγαλειώδη projects του «Workers» (που συνδύασε τις οικονομικές σπουδές με τις κοινωνικές του ευαισθησίες, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τους εργάτες όλου του κόσμου), «Exodus» (η ωδή του στους μετανάστες) και το magnum opus του, «Genesis» (όλες οι μεγαλειώδεις γωνιές της Γης), το φιλμ ουσιαστικά αποτελεί μια κοινωνική μελέτη της ίδιας της ανθρωπότητας, όπου ο Σαλγκάδο μεταφέρει όντως το αυθεντικό συναίσθημα κάθε στιγμής, μετατρέποντας το κάθε πορτρέτο σε στιγμιότυπο ακατέργαστης αλήθειας και την κάθε εικόνα σε στιγμιαία αποτύπωση μιας υπερβατικής ατμόσφαιρας.
Το οξύμωρο, βέβαια, είναι ότι την ενσυναίσθηση που δείχνει ο Σαλγκάδο προς τα μοντέλα των φωτογραφιών του, ούτε που μπόρεσε ποτέ να τη φανταστεί ο γιος του, ο οποίος εκτελεί χρέη συν-σκηνοθέτη στην ταινία. Για την ακρίβεια, όπως φανερώνει και το ίδιο το ντοκιμαντέρ, ελάχιστες είναι οι φορές που ο ίδιος ο Σαλγκάδο αναφέρεται στον γιο του και αυτό συμβαίνει μόνο για λόγους ολοκλήρωσης του οικογενειακού προφίλ. Η ματιά του σκηνοθέτη υιού Σαλγκάδο, για αυτόν τον λόγο, προκύπτει ως η απελπισμένη προσπάθεια ενός γιου να ανακαλύψει τον πατέρα που φανταζόταν ως ήρωα και άνθρωπο της περιπέτειας (αλλά πάντα απόντα) και να τον πλησιάσει μέσω του πάθους του, προσέγγιση η οποία δίνει μια άβολη διάσταση στα δρώμενα, δυνάμει ενδιαφέρουσα, αλλά τελικά ελλιπή, συγκριτικά με την κοινωνική ματιά τού εγχειρήματος.
Όχι ότι το φιλμ είναι χωρίς άλλα ελαττώματα (προς το φινάλε πλησιάζει επικίνδυνα την αγιογραφία) ή λογικές απώλειες (μια εξιστόρηση των τεχνικών δυσκολιών που συνάντησε ο Σαλγκάδο θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο συμπλήρωμα του φωτογραφικού του πορτρέτου), όμως η ειλικρίνεια και η ισχύς της αφήγησής του το κάνουν τόσο έντονο που στο τέλος βάζεις στην άκρη τις επιφυλάξεις σου, καθώς δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την προσήλωση ενός ανθρώπου ο οποίος αψήφησε τις συμβάσεις και τους κινδύνους για να αποκαλύψει την αφιλτράριστη πραγματικότητα μέσα από αριστοτεχνικά κάδρα απίστευτης ομορφιάς. Μερικές φορές, αυτή η μεγαλειώδης εικόνα είναι όντως αρκετή.