Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΛΑΣ (2025)
(THE RULE OF JENNY PEN)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Άσκροφτ
- ΚΑΣΤ: Τζέφρι Ρας, Τζον Λίθγκοου, Ναθάνιελ Λις, Τόμας Σένσμπουρι, Ίαν Μιουν, Μαάκα Ποχάτου, Τζορτζ Χενάρε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Ιδιόρρυθμος βετεράνος δικαστής εισάγεται σε οίκο ευγηρίας έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Η αποκατάσταση της υγείας του αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση εξαιτίας ψυχοπαθούς τροφίμου, ο οποίος, με μόνιμη παρέα του μια κούκλα, βασανίζει σαδιστικά τόσο εκείνον όσο και αρκετούς από τους άτυχους ηλικιωμένους αρρώστους.
Ένας νταής εξακολουθεί να είναι νταής, ακόμα κι αν έχει εισαχθεί σε οίκο ευγηρίας. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το νόημα της «Εξουσίας της Κούκλας», που αν και φαινομενικά εμβαθύνει σε θέματα κακοποίησης ηλικιωμένων (τα οποία συχνά ενσκήπτουν σε εγκαταστάσεις μακροχρόνιας φροντίδας), γρήγορα σκοντάφτει στη μία απιθανότητα μετά την άλλη, χάνοντας ολοκληρωτικά την αξιοπιστία της.
Σύμφωνα με το στόρι, ένα απομονωμένο και ήσυχο γηροκομείο κρύβει εντός των τειχών του έναν εφιάλτη τον οποίο ουδείς έχει πάρει χαμπάρι. Ο τυραννικός τρόφιμος Ντέιβ Κρίλι, δρώντας ως άλλος δικτάτορας που νιώθει πως ο τόπος του ανήκει, εξουσιάζει τους ηλικιωμένους ασθενείς, ξεδιπλώνοντας μια επαναλαμβανόμενη σαδιστική πτυχή του χαρακτήρα του. Η ταπεινωτική συμπεριφορά του υπογραμμίζεται από το alter ego του, την μαριονέτα Τζένι Πεν, η οποία όπως είναι πάντα φορεμένη στο χέρι του αναλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο να υποτάξει τα δύστυχα γερόντια. Η εξουσία του Κρίλι (και της Πεν…) αμφισβητείται άπαξ της άφιξης του πεισματάρη και αλαζονικού δικαστή Μόρτενσεν, ο οποίος έπειτα από ένα σχεδόν θανατηφόρο εγκεφαλικό έχει μείνει μερικώς παράλυτος κι ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του.
Απέχοντας ολοκληρωτικά από το να μπορεί να εκληφθεί ως ταινία τρόμου (μην κάνετε το λάθος και νομίσετε πως θα δείτε horror!), το φιλμ επιχειρεί να χτίσει ατμόσφαιρα μυστηρίου και υπόγειου φόβου, καθώς αφήνει τον ολοφάνερα άρρωστο στο μυαλό Κρίλι να κάνει ό,τι του γουστάρει, όχι μόνο δίχως να τον αντιλαμβάνεται κάποιος από τους νοσηλευτές, αλλά ακόμα περισσότερο η οποιαδήποτε επισήμανση της δράσης του από τους άλλους (από τον δικαστή, δηλαδή) να μη γίνεται πιστευτή από κανέναν. Τούτο δημιουργεί σκέψεις για το κατά πόσο κρύβεται κάτι άλλο πίσω από την ανενόχλητη δράση… της Τζένι Πεν (κάποιου είδους συνομωσία, ίσως;), εν τούτοις, τίποτα τέτοιο δεν ισχύει. Ο Ντειβ Κρίλι είναι ένας ψυχάκιας που τη βρίσκει να βασανίζει φιλήσυχα και άρρωστα γερόντια, σουλατσάροντας με την άνεσή του στους διαδρόμους, στους κήπους και στις αυλές του οίκου ευγηρίας χωρίς να δίνει λογαριασμό. Η δε «αποκάλυψη» για το παρελθόν του ουδεμία ουσιαστική σημασία έχει.
Δεν αποκλείεται πίσω από αυτή την προσέγγιση να κρύβεται ένα μεταφορικό σχόλιο για την εγκατάλειψη των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας και τη μοναξιά με την οποία έρχονται αντιμέτωποι, ακόμα και στα μέρη εκείνα όπου θα έπρεπε να νιώθουν αγάπη και ζεστασιά. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο η δράση ξετυλίγεται επί της οθόνης δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιου είδους προβληματισμούς. Η όλη φάση εξελίσσεται με τρόπο ιδιαιτέρως άβολο (η επαναλαμβανόμενη σκηνή του υποχρεωτικού φιλιού προς τον… κώλο της κούκλας είναι απερίγραπτη ως σύλληψη και εκτέλεση), τουλάχιστον μέχρι ν’ αρχίσουν τα φονικά, οπότε ηττάται και σε επίπεδο αληθοφάνειας.
Το μαύρο χιούμορ, όπως προκύπτει από τις ενίοτε πνευματώδεις ατάκες του δικαστή Μόρτενσεν του Τζέφρι Ρας, επιχειρεί να κάνει το εγχείρημα κάπως πιο ελκυστικό, εν τούτοις, κάθε εμφάνιση του Ντέιβ Κρίλι του Τζον Λίθγκοου το κάνει να φλερτάρει με την παρωδία και όχι με το επιδιωκόμενο ψυχολογικό θρίλερ. Η κλιμάκωση ούτε σασπένς διαθέτει, ούτε κάποια ανατροπή βγάζει ως άσσο από το μανίκι, με το «σοκ» να προκύπτει όχι από τον εκφοβισμό τον οποίο οι τρόφιμοι δέχονται σε καθημερινή βάση από την «Εξουσία της Κούκλας», αλλά από εκείνα τα σουρεάλ πλάνα της γιγαντιαίας Τζένι Πεν, καθώς και της ολοφάνερης αμηχανίας σεναρίου, ηθοποιών και… μαριονέτας.