ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ (2024)
(THE ROOM NEXT DOOR)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέδρο Αλμοδόβαρ
- ΚΑΣΤ: Τζουλιάν Μουρ, Τίλντα Σουίντον, Τζον Τουρτούρο, Αλεσάντρο Νιβόλα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η καρκινοπαθής Μάρθα επιλέγει την ευθανασία από το να βιώσει μια βασανιστικά πονετική εμπειρία απώλειας της αξιοπρέπειάς της δίχως γυρισμό στη ζωή, μα χρειάζεται την υποστήριξη ενός/μιας συνοδοιπόρου. Η Ίνγκριντ, η φίλη που της στάθηκε περισσότερο σ’ αυτό το δύσκολο διάστημα της ασθένειάς της, δέχεται να είναι εκείνη που θα βρίσκεται… στο «διπλανό δωμάτιο».
Η καλύτερη ταινία που γύρισε ο Πέδρο Αλμοδόβαρ από τις αρχές των zeroes (και το «Μίλα της») μέχρι σήμερα τυγχάνει να είναι και η πρώτη αγγλόφωνή του. Κάτι που δεν ξενίζει ουσιαστικά, όμως, θέτει ένα ισχυρό δίλημμα: μπορεί το σινεμά του Ισπανού σκηνοθέτη να «ταξιδεύει» και έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής φόρμας και (κυρίως, ίσως) όψης;
Με φόντο την πόλη της Νέας Υόρκης, η Μάρθα, δημοσιογράφος και πρώην πολεμική ανταποκρίτρια, βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο κλινικής, έχοντας αποδεχτεί τον ρόλο του «πειραματόζωου» για μια νέα θεραπεία κατά του καρκίνου. Η θέληση για ζωή έχει κερδίσει (προσωρινά) την ηττοπάθεια και την επιθυμία ενός λυτρωτικού θανάτου, προτού (ενδεχομένως) χειροτερέψει η κατάστασή της. Η Ίνγκριντ, συγγραφέας και παλιά της φίλη με την οποία η επαφή είχε αραιώσει δραματικά, μάλλον εξαιτίας ενός εραστή που μοιράζονταν σχεδόν από κοινού, μαθαίνει τα νέα και σπεύδει να την επισκεφθεί. Όταν οι μεταστάσεις αποκλείσουν την προοπτική της γιατρειάς, η Μάρθα θα καταφέρει να βρει διαδικτυακά (και παράνομα) ένα χάπι που θα της επιτρέψει να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια και πλήρη συνείδηση της ύπαρξής της. Σ’ αυτό το σενάριο, όμως, δεν επιδιώκει να είναι μόνη.
Η Ίνγκριντ θα είναι ο μοναδικός άνθρωπος που θα δεχθεί να σταθεί δίπλα της, έως τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Μαζί, σε μια νοικιασμένη βίλα στην εξοχή, θα περιμένει στωικά εκείνη τη μέρα όπου η Μάρθα θα έχει αποφασίσει να πάρει το χάπι και θα έχει κλειστή την πόρτα του δωματίου της, ένα είδος «σινιάλου» για τη μεγάλη απόφασή της.
Με ένα αρκετά minimal σενάριο και ελάχιστους χαρακτήρες, στους οποίους προστίθεται το flashback της νιότης της Μάρθα, με μια απροσδόκητη εγκυμοσύνη και τη μητρική εξέλιξη που οδήγησε την κόρη της σε πλήρη αποξένωση, ο Αλμοδόβαρ βρίσκεται στο στοιχείο του: τη γυναικεία ψυχολογία, σε ασυνήθιστα δραματικό πλαίσιο. Ο «νέος κόσμος» των ΗΠΑ, όμως, δεν του γίνεται εμπόδιο και σταδιακά κατά τη διάρκεια της αφήγησης γεννάται το ερώτημα: μπορεί ένα αλμοδοβαρικό φιλμ να βγάλει από πάνω του το «πέπλο» μίας αισθητικής μανιέρας και ν’ αναπνεύσει κανονικά εντός ενός «στεγνά» ρεαλιστικού σκηνικού; Από ένα σημείο κι έπειτα, αναπόφευκτα, το βλέμμα του θεατή θα «κλωτσήσει» με τη «μετακόμιση» της στερεοτυπικής υπερβολής στη σκηνογραφία των ταινιών του Αλμοδόβαρ, ο οποίος ακόμη και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού αδυνατεί να υιοθετήσει ένα διαφορετικό ύφος από εκείνο των εικόνων που λες και βγήκαν από glossy περιοδικό οικιακού interior design. Πλέον, τίθεται σοβαρά το ερώτημα της αναγκαιότητας τούτης της… βαλτώδους κατάστασης. Δεν είναι ικανός ο σκηνοθέτης να βρει διαφυγή από αυτήν ή οι χρηματοδότες των ταινιών του θεωρούν πως το «προϊόν» που παράγει οφείλει να έχει πάντοτε το ίδιο… «αμπαλάρισμα»;
Πέρα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θέματος της ευθανασίας (ως προσωπικό δικαίωμα επιλογής του τερματισμού της ζωής, πόσω μάλλον υπό ανάλογες συνθήκες), η υποπλοκή του πρώην εραστή των δύο ηρωίδων, του Ντέιμιεν, ενός… καταστροφολόγου που δίνει διαλέξεις για το πόσο ακόμη θα μας αντέξει τούτος ο πλανήτης, προκύπτει ως το καλύτερο (bonus) δώρο για σκέψεις και διαλογισμό στο «Διπλανό Δωμάτιο», καθώς μία εκτενής σε διάρκεια σεκάνς διαλόγου του με την Ίνγκριντ για το μέλλον του θνητού (μας) βίου βρίθει από αλήθειες με κοινωνική (έως και πολιτική!) βάση.
Περιττό να γίνει αναφορά για το επίπεδο των ερμηνειών των δύο πρωταγωνιστριών. Η Τίλντα Σουίντον, ειδικά, μετατρέπεται από ολοζώντανη αποθέωση κυνισμού σε «κουφάρι» προαναγγελθέντος θανάτου με τρομακτική φυσικότητα. Μοναδικό «ψεγάδι» της, τα παγερά, «εξωκοσμικά» χαρακτηριστικά του προσώπου της τα οποία λειτουργούν σαν… «φρένο» στο συναίσθημα (ίσως και θετικό στοιχείο, υπό μία άλλη οπτική, για μερίδα θεατών που δεν επιδιώκει να… πλαντάξει στο κλάμα). Τελική ένσταση, το casting του ρόλου της κόρης της Μάρθα, το οποίο αισθάνθηκα να… δυναμιτίζει κάπως τη σοβαρότητα του όλου φιλμικού εγχειρήματος. Βέβαια, μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε αλμοδοβαρικό έργο. Και πάλι καλά να λέμε!