ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (2018)
(THE RIDER)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κλόι Τζάο
- ΚΑΣΤ: Μπρέιντι Τζάντρο, Τιμ Τζάντρο, Λίλι Τζάντρο, Κατ Κλίφορντ, Λέιν Σκοτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Νεαρός καβαλάρης αλόγων με υποσχόμενη καριέρα στα rodeos αναγκάζεται να εγκαταλείψει το μεγάλο του πάθος εξαιτίας σοβαρού τραυματισμού στο κεφάλι. Ο ίδιος αδυνατεί να συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα, θα αναγκαστεί όμως εκ των πραγμάτων να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του.
Γυρισμένη εξολοκλήρου με ερασιτέχνες ηθοποιούς οι οποίοι υποδύονται τους εαυτούς τους (ή έστω μια εκδοχή τους), η δεύτερη ταινία στην καριέρα της Κινέζας Κλόι Τζάο ακολουθεί πιστά τα χνάρια της πρώτης της, «Songs My Brothers Taught Me» (2015). Αφενός είναι βασισμένη στις αληθινές εμπειρίες των ερμηνευτών της (όπως ακριβώς και η προηγούμενή της), αφετέρου η δράση της τοποθετείται ξανά στην περιοχή των αυτόχθονων Ινδιάνων της Νότιας Ντακότα, με τη διαφορά πως πλάι στο οικογενειακού τύπου δράμα πρωτεύοντα ρόλο παίζει η αμερικανική παράδοση των rodeos.
Ο Μπρέιντι Τζάντρο υποδύεται τον αναβάτη Μπρέιντι Μπλάκμπερν, που δεν είναι άλλος από… τον ίδιο τον εαυτό του. Τον συναντάμε αμέσως μετά το ατύχημα που είχε πέφτοντας από το άλογό του, το οποίο εκτός από σοβαρότατα κρανιοεγκεφαλικά τραύματα του άφησε ενθύμιο μια μεταλλική πλάκα στο κεφάλι, γεγονός που καθιστά την περαιτέρω ενασχόληση με αυτό που αγαπά απαγορευτική. Ο ίδιος δεν μοιάζει διατεθειμένος να το βάλει εύκολα κάτω, παρά το γεγονός πως ένας εκ των καλύτερων φίλων του, τον οποίο επισκέπτεται συχνά-πυκνά για να του δώσει θάρρος, έχει μείνει παραπληγικός μετά από μια παρόμοια με τη δική του πτώση. Πιάνει προσωρινή (όπως τουλάχιστον πιστεύει) δουλειά σε ένα supermarket μέχρι να έρθει στα ίσα του, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος τού (χειρουργημένου) του κεφαλιού τη στιγμή που θα επιστρέψει στις αρένες των rodeos.
Το ασίγαστο πάθος γι’ αυτό που έχει μάθει τόσο καλά να κάνει, καθώς και η άρνηση αποδοχής της θλιβερής ιατρικής πραγματικότητας από τον Μπρέιντι, θυμίζουν κάπως τον Ράντι του Μίκι Ρουρκ στον «Παλαιστή» (2008) του Ντάρεν Αρονόφσκι. Ενώ, όμως, εκεί υπήρχαν και χαρακτήρες αλλά και σενάριο (πέραν την σταθεράς τού ring) που μπορούσαν αμφότερα να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του θεατή, εδώ αυτά δεν φαίνεται να έχουν προβληματίσει και τόσο την Τζάο. Η Κινέζα auteur δείχνει μαγεμένη από το πανέμορφο άγριο τοπίο των Badlands, με αποτέλεσμα να πετυχαίνει μια εξαιρετική μεν κινηματογράφηση υπό το μόνιμο θαρρεί κανείς λυκόφως της περιοχής, ακολουθώντας όμως παράλληλα έναν βασανιστικά αργό ρυθμό (της όποιας) αφήγησης. Σε συνδυασμό, δε, με το όχι ακριβώς και τόσο ελκυστικό (για το μη αμερικανικό κοινό, τουλάχιστον) θέμα της κουλτούρας των rodeos, το μείγμα μυθοπλασίας – ντοκιμαντέρ που σερβίρει, αδυνατεί να ερεθίσει τους αδένες της πλειοψηφίας εκείνων που εκ των πραγμάτων δεν έχουν καμιά απολύτως επαφή με τον κόσμο που περιγράφει.
Είναι ολίγον κρίμα αυτό, μιας και σε αντίθεση με το κινούμενο στο ίδιο ύφος, σε ό,τι έχει να κάνει με την αναπαράσταση πραγματικών γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, επίσης φετινό «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17», η Τζάο δεν χαντακώνεται από τον ερασιτεχνισμό των ηθοποιών της. Συνηθισμένοι ίσως (κάποιοι από αυτούς, έστω) στην έκθεση στο κοινό μέσω της ενασχόλησής τους με την ανάβαση αλόγων και ταύρων στις διάφορες αρένες, επιδεικνύουν μια φυσικότητα και άνεση μπροστά στον φακό (ειδικά ο κεντρικός ήρωας) που εξέλιπε από το προαναφερθέν βιογραφικό δράμα του Κλιντ Ίστγουντ. Ο ρεαλισμός που επιτυγχάνεται στις σκηνές όπου ο Μπρέιντι δοκιμάζει τη σχέση του με τον πατέρα του, Τιμ, αλλά κυρίως με την πάσχουσα από σύνδρομο Asperger αδελφή του, Λίλι, είναι αξιοσημείωτος, το ίδιο και το εμφανές ταλέντο που φαίνεται πως έχει στην εκπαίδευση των αλόγων.
Όλα αυτά θα είχαν πιθανότατα μεγαλύτερο ενδιαφέρον εάν έμεναν στο πλαίσιο ενός καθαρόαιμου ντοκιμαντέρ, αφού η προσπάθεια παρουσίασής τους εν είδει ταινίας κοινωνικού ρεαλισμού ευνουχίζει τους χαρακτήρες του δράματος. Δεν μαθαίνουμε ουσιαστικά τίποτα γι’ αυτούς, πέραν του γεγονότος πως η παρέα του Μπρέιντι (και ο ίδιος, προφανώς) είναι παθιασμένη για αυτό που κάνει, δεν εξετάζεται σχεδόν καθόλου το ευρύτερο κοινωνικό φάσμα αυτής της συγκεκριμένης επαρχίας της Αμερικής όπου όλοι τους ζουν, το νοσοκομειακό κομμάτι της υπόθεσης στοχεύει κατευθείαν στο εύκολο συναίσθημα, με τις αναγκαίες για φιλμ μυθοπλασίας σεναριακές δομές να γίνονται θυσία ένεκα μιας σκηνοθετικής προσέγγισης που ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα παρά για την ουσία. Εν ολίγοις, ο Μπρέιντι Τζάντρο μοιάζει πως θα είχε πολύ περισσότερα να πει από τον… Μπρέιντι Μπλάκμπερν, παρά το γεγονός πως πρόκειται για το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.