ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ (2012)
(THE RAVEN)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς ΜακΤιγκ
- ΚΑΣΤ: Τζον Κιούζακ, Λουκ Έβανς, Άλις Ιβ, Μπρένταν Γκλίσον, Κέβιν ΜακΝάλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Όταν, στη Βαλτιμόρη του 19ου αιώνα, ένας serial killer σκορπίζει το θάνατο αντλώντας έμπνευση από τις μακάβριες ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόου, ο νεαρός αστυνομικός που αναλαμβάνει την υπόθεση ζητά την ενεργή βοήθεια του τελευταίου.
Μυθιστορηματική προσέγγιση των τελευταίων ημερών ενός από τους πιο εμβληματικούς Αμερικάνους ποιητές και διηγηματογράφους της Ιστορίας, ο οποίος πέθανε μυστηριωδώς στα 40 του χρόνια. Για τις αιτίες του θανάτου του υπάρχουν πολλές υποθέσεις: αλκοόλ, ναρκωτικά, εγκεφαλικό, καρδιακό, χολέρα, φυματίωση, λύσσα (!), αυτοκτονία… Γεγονός που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ιδανική πηγή – αφετηρία για μια ορμητική και γενναία δημιουργική φαντασία. Δυστυχώς, όμως, τέτοια δε διαθέτουν ούτε οι τηλεοπτικών καταβολών σεναριογράφοι, Μπεν Λίβινγκστον («Boardwalk Empire») και Χάνα Σαίξπηρ («Ghost Whisperer»), ούτε ο ΜακΤιγκ (που και εδώ δεν προκύπτει αντάξιος του εντυπωσιακού ντεμπούτου του, «V for Vendetta»).
Το «Κοράκι» τους έχει καλές προθέσεις, κάποιες καλές ιδέες, υποβλητική (αισθητικά, τουλάχιστον) ατμόσφαιρα και ευπρεπές καστ. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο από αυτά. Το σενάριο δεν αποφεύγει τις αφηγηματικές τρύπες (αν καταλάβεις τους ακριβείς λόγους που ο Πόου πρέπει να ολοκληρώνει στην εφημερίδα την «ιστορία» κάθε εγκλήματος του δολοφόνου, πες τους και σε μένα), τις ανώδυνες ευκολίες (ο Ποου προάγεται από ύποπτος σε έμπιστος, ένοπλος, συνεργάτης της αστυνομίας σε χρόνο – ρεκόρ) ή τις – στο βωμό ενός καταχρηστικού λυρισμού – ανακολουθίες (γιατί λίγο πριν από το τέλος ο Πόου δε μένει στον τόπο του εγκλήματος για να αποκαλύψει στην αστυνομία την ταυτότητα του δολοφόνου και προτιμά βόλτα στο πάρκο;). Και όλα αυτά δε θα ήταν ασυγχώρητα αν έχτιζε ένα στοιχειώδες σασπένς. Ή αν σκαρφιζόταν έναν ισάξιο του Πόου, ευφάνταστο serial killer, αντί της απογοητευτικής αποκλιμάκωσης, καταφεύγοντας στην άνευρη λύση ενός εντελώς απρόβλεπτου, αλλά και παντελώς αδιάφορου… ψυχάκια της σειράς (και της σχολής του «δε φταίω εγώ, αλλά το βιβλίο, το σινεμά, η TV, το video game…»).
Η σκηνοθεσία από την άλλη δεν τα καταφέρνει άσχημα στην αποτύπωση της εποχής. Δεν καταγράφει, όμως, πάντα ευανάγνωστα τη δράση (συχνά χάνει ο θύτης το θύμα, το θύμα το θύτη, και ο θεατής το… ποιος κυνηγά ποιον!), δε μεταφράζει με θάρρος στην οθόνη τη χαρακτηριστική μακάβρια προοπτική του Πόου, δε δοκιμάζει καν να αμβλύνει τις αδυναμίες του σεναρίου, οπλίζοντας με, ίχνη έστω, βάθους ή ποιότητας χαρακτήρα τους ήρωές της και δεν κοινωνεί ούτε στο ελάχιστο τη χημεία του έρωτα μεταξύ του συγγραφέα και της Έμιλι, που μοιάζει ουρανοκατέβατος και βιαστικός, σαν κάθε άλλη διαπροσωπική σχέση στο φιλμ. Μα, πάνω απ’ όλα, αστοχεί στο βασικότερο: ο Πόου του Κιούζακ δεν είναι ο «εξαιρετικά μεγαλοφυής» και «υπερβολικά δυστυχής» άνθρωπος που περιγράφει επί της οθόνης ο εκδότης του. Ο Πόου του Κιούζακ δεν είναι καταραμένος ως όφειλε, αλλά απλά… αλαφιασμένος.