ΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ (2025)
(THE PHOENICIAN SCHEME)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουές Άντερσον
- ΚΑΣΤ: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Μία Θρέπλετον, Μάικλ Σέρα, Τομ Χανκς, Μπράιαν Κράνστον, Ριζ Άχμεντ, Ματιέ Αμαλρίκ, Τζέφρι Ράιτ, Ρίτσαρντ Αγιοάντε, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Στίβεν Παρκ, Ρούπερτ Φρεντ, Γουίλεμ Νταφόου, Μπιλ Μάρεϊ, Φ. Μάρεϊ Έιμπραχαμ, Χόουπ Ντέιβις, Σαρλότ Γκενσμπούργκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στη δεκαετία του ’50, μετά από μια πολλοστή απόπειρα δολοφονίας του, ο ζάμπλουτος επιχειρηματίας Ζα-Ζα Κόρντα διορίζει τη μοναχοκόρη του ως μοναδική κληρονόμο της περιουσίας του, παραγνωρίζοντας την ύπαρξη των άλλων εννέα παιδιών του. Το νέο σχέδιο εκμετάλλευσης μίας εν δυνάμει πλούσιας μα παραμελημένης τριτοκοσμικής χώρας θα κρίνει τη διαδοχή.
Υπάρχουν φορές που λέμε πως ένα έργο «δεν είναι για όλους». Δεν πρόκειται περί ελιτισμού. Και στην περίπτωση του σινεμά του Γουές Άντερσον, ο κόσμος των εικόνων (και των αναφορών) του απαιτεί από τον θεατή να διαθέτει όχι μονάχα καλό γούστο, μα παιδεία και αισθητικά κριτήρια τα οποία έχουν θεμελιώδεις βάσεις στην κουλτούρα (και την Ιστορία) του δυτικού πολιτισμού. Αρκεί το πλάνο που συνοδεύει τα opening credits του «Φοινικικού Σχεδίου» για να καταλάβεις αν βρίσκεσαι στο πλευρό των fans ή των haters του δημιουργού. Ένα στατικό κάδρο κάτοψης μπάνιου, με τη σημασία στη λεπτομέρεια που απαιτεί ο Άντερσον από τον production designer Άνταμ Στοκχάουζεν, υπό τους ήχους μιας κλασικής σύνθεσης του Ίγκορ Στραβίνσκι. Θαυμάζεις τη στιγμή ή μονολογείς… «ωχ, που ήρθαμε πάλι»!
«Ωμό» συναισθηματικά (αν όχι ψυχρό), το φιλμ μας εισάγει σε θεματικές γνώριμες στο έργο του Άντερσον, με «πρωταγωνιστή» τις οικογενειακές σχέσεις, που σπάνια αναπτύσσονται αρμονικά και περισσότερο εκφράζουν την ανάγκη της διάλυσης και της φυγής με προσανατολισμό την ελπίδα μιας ελευθερίας λυτρωτικής. Ο δημιουργός αντιλαμβάνεται τους γονείς σαν μια μορφή κληρονομικής «κατάρας», από την οποία τα τέκνα πάντοτε θα (πρέπει να) επιχειρούν να σπάσουν τα δεσμά τους και ν’ αναζητήσουν την ολόδική τους ζωή και ταυτότητα. Στα πρόθυρα του να γίνει καλόγρια, η κόρη του τόσο μισητού Ζα-Ζα Κόρντα περισσότερο νοιάζεται να μάθει αν είναι πραγματικό παιδί του ή αν εκείνος κάποτε σκότωσε τη μητέρα της, παρά να χαρεί για την περιουσία που μόλις κληρονόμησε (υπό εξέταση!).
Άριστος μεσολαβητής σε μεγάλες οικονομικές συμφωνίες, ο Ζα-Ζα (γνωστός και με το παρατσούκλι «ο κύριος 5%», εξαιτίας της ικανότητάς του να χώνεται παντού, έστω και με ένα ελάχιστο ποσοστό κέρδους) θα τεστάρει τις ικανότητες της Λίζελ στο μέγα σχέδιο αναμόρφωσης των υποδομών της Φοινίκης, χώρας μοιρασμένης από παλαιούς αποικιοκράτες και συνήθεις εκμεταλλευτές λαών οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως μη αμειβόμενοι δούλοι, διχασμένης από τα καπιταλιστικά συμφέροντα κρατών και επιχειρηματιών.
Ο Άντερσον δηλώνει μία προφανή απέχθεια προς την κατάσταση των πραγμάτων στον πλανήτη μας σήμερα, προσαρμόζοντας μέσα στο διόλου ρεαλιστικό σύμπαν του σινεμά του μια σκοπιά πολιτικής (κυρίως) κριτικής γεμάτη κυνισμό, αντιμετωπίζοντας αυτή την πλευρά του συστημικού «world order» σαν έναν παραλληλισμό δυσλειτουργικής οικογένειας με εντελώς λάθος κανόνες γονικής καθοδήγησης. Εικόνες με εμμονικό στήσιμο «κέντρου βάρους», ονειρεμένο σε πληροφορίες στυλιζάρισμα, ευφυέστατες ατάκες και voice-over, όλα πλούσια σε συστατικά για «τροφή» στη σκέψη, εναλλάσσονται με τόσο καταιγιστικό ρυθμό, που (και) το «Φοινικικό Σχέδιο» δείχνει να απαιτεί μία (τουλάχιστον) επιπλέον θέαση ώστε να χωνευτούν από τον «καταναλωτή» τους, ακόμη κι από εκείνον που είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τη φιλμογραφία του Άντερσον.
Εμπόριο όπλων και πόλεμοι συμφερόντων, «ανάπτυξη» και επενδύσεις εις βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας, η δημόσια γη ως «ιδιοκτησία» των λίγων και εχόντων, συμπορεύονται με το προσωπικό δράμα των κεντρικών χαρακτήρων σε ένα μοναδικά εκκεντρικό décor δράσης που σε κάνει να… βουρκώνεις (κυριολεκτώ, μιλώ εκ πείρας!) από την τόση καλαισθησία. Αρκετοί, πια, θεωρούν πως όλο αυτό το οπτικό στυλ του Άντερσον καταπλακώνει την αφήγηση των ταινιών του (εσχάτως όλο και περισσότερο) και τις κάνει δυσπρόσιτες. Προσωπικά, το αντιλαμβάνομαι σαν ένα είδος εξερεύνησης εντός καινούργιων πλαισίων φορμαλισμού, μία «περιπετειώδης» αναζήτηση κι απόπειρα μη επανάληψης στις δουλειές του (ακριβώς το αντίθετο από αυτό που εισπράττει από τους επικριτές του, δηλαδή). Θεωρώ πως μπορεί και του αξίζει να το επιχειρεί αυτό, πόσω μάλλον από τη στιγμή που στον παγκόσμιο κινηματογράφο, όμοιό(ς) του δεν υπάρχει. Άλλωστε, πλέον, στις ταινίες του Άντερσον δεν υπάρχουν ούτε δομικοί όροι storytelling, ούτε κανόνες, ούτε… σχέδιο. Διότι το σινεμά, ειδικά στα χέρια ενός δημιουργού, δεν οφείλει να αποτελεί «δουλεία».