FreeCinema

Follow us

THE PAPERBOY (2012)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λι Ντάνιελς
  • ΚΑΣΤ: Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, Ζακ Έφρον, Νικόλ Κίντμαν, Μέισι Γκρέι, Τζον Κιούζακ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ιδεαλιστής δημοσιογράφος, ο Γουόρντ, επιστρέφει στο χωριό του, κάπου στη Φλόριντα μιας άλλης, πιο μισαλλόδοξης εποχής, και μαζί με τον Λονδρέζο, μαύρο συνεργάτη, τον μικρό αδελφό του και την… υπερ-σεξουαλική μνηστή ενός διαβόητου θανατοποινίτη, προσπαθεί να αθωώσει τον τελευταίο, ώστε να αποκαλύψει τη διαφθορά του δικαστικού συστήματος.

Ένα αστεράκι, για μια αποστομωτική ερμηνεία. Τελεία. Σε έναν τέλειο κόσμο οι προηγούμενες, μικρές προτάσεις θα αρκούσαν ως κριτική και θα ξεμπέρδευα με αυτό το ανοσιούργημα του Ντάνιελς. Δε ζούμε, όμως, σε έναν τέλειο κόσμο. Και πρέπει να δώσω εξηγήσεις. Αφενός για τη «μια αποστομωτική ερμηνεία» και αφετέρου για «το ανοσιούργημα».

Η μεν, λοιπόν, φέρει την υπογραφή της Κίντμαν. Που αλλάζει ρηξικέλευθα όχι μόνο την όψη της, αλλά και τη στάση του σώματός της, τον τρόπο που περπατά και κινείται, ακόμα και την αύρα της, θαρρείς, για να δώσει υπόσταση σε ένα πλάσμα τόσο εκκεντρικό και όμως τόσο αυθεντικό. «Τσούλα» με μεγάλη καρδιά και ατρόμητη, μη απολογητική σεξουαλικότητα, η Σάρλοτ Μπλες της σχεδόν αγνώριστης Νικόλ Κίντμαν είναι ένα ακαταμάχητα γοητευτικό αμάλγαμα αντιθέσεων: ωμή και ταυτόχρονα ώριμη, προκλητική και όμως ευάλωτη, ετοιμόλογη αλλά ανασφαλής, και χυδαία και τρυφερή, ρεαλίστρια και συνάμα πέρα για πέρα ρομαντική.

Διχασμένη ανάμεσα στην ειλικρινή λαχτάρα ενός μετα-έφηβου και την ανάλγητη πείνα του θανατοποινίτη αγαπημένου της, η Σάρλοτ βλέπει και την αγάπη και την αλήθεια. Κάνει, όμως, το σωστό: αφήνει τον μεν να ζήσει όλη τη ζωή που έχει μπροστά του, και ακολουθεί τον βάρβαρο μνηστήρα της στο… λημέρι του στους βάλτους. Γνωρίζει πως εκεί δε θα αντέξει να ζήσει, αλλά επιμένει και ελπίζει, πως τελικά εκείνος που επέλεξε για ιππότη της θα σταθεί αντάξιος των προσδοκιών της. Το σθένος, η γενναιότητα και η γενναιοδωρία τόσο της Σάρλοτ, όσο και της Κίντμαν λάμπουν σα διαμάντια μες τη λάσπη.

Λάσπη κυριολεκτική, γεννημένη και θρεμμένη στη διαπεραστική ζέστη, την υγρασία και τα… αχαλίνωτα πράσινο και νερό της Φλόριντα. Και μεταφορική, αδηφάγος, του άπατου «βάλτου» της αφήγησης. Εκεί, που όλα βουλιάζουν – απτοί χαρακτήρες, γνώριμα κίνητρα, ανθρώπινα συναισθήματα, συναρπαστική σκέψη – και χάνονται, σε έναν γλοιώδη, άμορφο, πηκτό, κενά σοκαριστικό, κατά λάθος camp και, ναι, αηδιαστικό αχταρμά, που συχνά πυκνά προκαλεί, κανονικά, ναυτία. Τι και αν η retro υφή της εικόνας βάζει τα δυνατά της; Τι και αν η ποίηση ήθους της Κίντμαν δε φαλτσάρει στιγμή; Από ένα σημείο και μετά ούτε θέλεις, ούτε νιώθεις πως μένει κάτι όρθιο σε τούτο το φιλμ για να πιαστείς. Ώστε να μη βουλιάξεις και εσύ.

Δεν έχω διαβάσει το ομότιτλο βιβλίο του – συν-σεναριογράφου εδώ – Πίτερ Ντέξτερ (που, όμως, έτυχε πολύ καλύτερης κριτικής αποδοχής από την κινηματογραφική απόδοσή του). Και δεν ήμουν από αυτούς που πίστεψαν στη «Μονάκριβη» – τη σφόδρα υπερτιμημένη προηγούμενη ταινία του Ντάνιελς, με τις 6 υποψηφιότητες και τα 2 κερδισμένα Όσκαρ (δεύτερου γυναικείου ρόλου και διασκευασμένου σεναρίου). Ωστόσο, το κινηματογραφικό «Paperboy» με βρήκε απροετοίμαστη…

Για τον εξωφρενικό παραλογισμό της εξέλιξής του, αφού είναι αδύνατο να καταλάβεις πώς και γιατί ιδεαλιστής δημοσιογράφος και Σία επιμένουν να υπερασπίζονται τον εν λόγω θανατοποινίτη από τη στιγμή που τον γνωρίζουν: όταν υποβάλλει την Μπλες σε εξ αποστάσεως στοματικό έρωτα (!) και δεν είναι απλά – όχι μόνο στην όψη – άσχημος, αντιπαθής και άξεστος. Είναι απεχθής, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο Τζον Κιούζακ, στη χειρότερη, πιο αποκρουστική στιγμή της καριέρας του. Για την αχρείαστα άδικη, αδικαιολόγητα βάναυση και λανθάνουσα φοβική συμπεριφορά του απέναντι στον – με ζόρι μεν, σαφώς πιο συμπαθή δε, ως ήρωα – Γουόρντ, καθώς του κάνει το σώμα και την ψυχοσύνθεση κιμά, μόνο και μόνο εξαιτίας της καταπιεσμένης ομοφυλοφιλίας του. Για την αδυναμία του, πλην ίσως της Μπλες, να αποκωδικοποιήσει και να ολοκληρώσει τους χαρακτήρες του. Ούτε καν η… κακομεταχειρισμένη από τη μητριά, μαύρη υπηρέτρια της Γκρέι, που μας υποδέχεται στο φιλμ και γίνεται η αφηγήτριά του, δε μας διαφωτίζει για τις αιτίες της αγάπης της για τον μικρό γιο της οικογένειας. Εκείνος, υποθέτεις, τη βλέπει ως μητρικό υποκατάστατο. Εκείνη, όμως, που έχει τη δική της οικογένεια, τα δικά της παιδιά, γιατί τέτοια αδυναμία στο σκατόπαιδο; Μακάρι να μπορούσα να σου πω ότι η ερώτηση είναι ρητορική.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ναι, αν πίνεις, πάση θυσία, νερό στο όνομα της Κίντμαν. ΟΧΙ, σε κάθε άλλη περίπτωση. Ειδικά αν η αίθουσα που θα επιλέξεις να το δεις πέφτει μακριά από… ντους, το οποίο θα αναζητάς απεγνωσμένα μετά, για να ξεβγάλεις όλη τη γλίτσα της αποστροφής.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.