ΤΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ (2022)
(THE OUTFIT)
- ΕΙΔΟΣ: Γκανγκστερικό Δράμα Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκρέιαμ Μουρ
- ΚΑΣΤ: Μαρκ Ράιλανς, Ζόι Ντόιτς, Τζόνι Φλιν, Ντίλαν Ο’Μπράιεν, Σάιμον Ράσελ Μπιλ, Νίκι Αμούκα-Μπερντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Στο Σικάγο του 1956, το οργανωμένο έγκλημα χρησιμοποιεί το κατάστημα ρούχων ενός Βρετανού κόπτη για «βιτρίνα» των χρηματαποστολών του. Όλα πάνε ρολόι, μέχρι τη στιγμή που ο πληγωμένος από σφαίρα γιος ενός μεγαλογκάνγκστερ αναζητά καταφύγιο στο ραφείο του μαγαζιού.
Ο Γκρέιαμ Μουρ, βραβευμένος με Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για το «Παιχνίδι της Μίμησης» (2014), κάνει εδώ το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, χρησιμοποιώντας μία αρκετά έξυπνη, πρωτότυπη ιδέα ιστορίας «δωματίου», που όμως δε δύναται να κρύψει τις πηγές έμπνευσής της. Δεν αποτελεί κακούργημα αυτή η πρακτική των «δανείων» στο σινεμά, απλά, ο Μουρ δεν είναι ακόμη σε θέση να… ράψει ένα ολόδικό του «Κοστούμι» ως δημιουργός πίσω από τις κάμερες.
Η εισαγωγή υπόσχεται πολλά. Ο χαρακτήρας του Λέοναρντ, μέσω voice-over, μας μαθαίνει τα βήματα τα οποία ακολουθεί ένας κόπτης, μέχρι τη στιγμή που ένα κοστούμι (θα) είναι έτοιμο να ραφτεί. Ο Μουρ έχει σχεδιάσει μέσα σε ελάχιστα λεπτά μια προσωπικότητα που θα γίνει το δικό μας σημείο ταύτισης, έναν ανθρωπάκο φιλήσυχο, οργανωμένο μέχρι τελευταίας… βελονιάς, λιγομίλητο, υπάκουο κι αυστηρό ταυτόχρονα, ο οποίος (για άγνωστη αιτία) επιτρέπει σε μεγάλη οργάνωση τοπικών gangster να χρησιμοποιούν το πίσω μέρος του μαγαζιού του (εκεί όπου εργάζεται ουσιαστικά) σαν «ταχυδρομείο» για χρηματαποστολές.
Ένας φάκελος με ξεχωριστό λογότυπο προκαλεί την αιφνίδια αναστάτωση των πάντων, καθώς αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός «καρφιού» ανάμεσα στα μέλη της συμμορίας, με το ενδεχόμενο να υπάρχουν ενοχοποιητικές ηχογραφήσεις στα χέρια αυτού του «φανταστικού» αντιπάλου της. Ένα συμβάν συμπλοκής που μάλλον σχετίζεται με το «καρφί», έχει ως αποτέλεσμα να πυροβοληθεί ο γιος του μεγάλου αφεντικού της περιοχής, ο οποίος (τραυματισμένος και αιμορραγώντας) θα ζητήσει πρόσκαιρο καταφύγιο στο ραφτάδικο, συνοδεία συναδέλφου του κι ενός χαρτοφύλακα που περιέχει περιβόητη κασέτα με ηχητικό υλικό τρανταχτών αποδείξεων από το FBI.
Με δράση «κλειδωμένη» σε δύο εσωτερικούς χώρους του καταστήματος του Λέοναρντ, το «Κοστούμι» απαιτούσε μεγαλύτερη μαεστρία και ευρηματικότητα σε πλανοθεσία και μοντάζ, ώστε οι σεναριακές «ραφές» του Μουρ να προσφέρουν ένα πιο συναρπαστικό αποτέλεσμα. Το με περισσότερες κινηματογραφικές γνώσεις και εμπειρία κοινό θα εντοπίσει γρήγορα τις συγγένειες… χωροταξικού πλαισίου «εγκλεισμού» της δράσης με το ταραντινικό «Reservoir Dogs» (1992), που κατά τη διάρκεια του φιλμ ο Μουρ πολύ ύπουλα «παντρεύει» με τη χιτσκοκική «Θηλειά» (1948)! Με αυτά τα σημεία αναφοράς, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο πήχης είναι πάρα πολύ ανεβασμένος για σκηνοθετικό ντεμπούτο, πόσω μάλλον όταν το αφηγηματικό στυλ επιχειρεί να προσεγγίσει και φιλμικές δουλειές των αδελφών Κοέν (με έμφαση σ’ εκείνη με το καπέλο…).
Όλα μαζί, βέβαια, κάνουν ακόμη και το ίδιο το σενάριο ν’ αποδυναμώνεται, καθώς το MacGuffin που κρατά στα χέρια του ο Μουρ (και ο συν-σεναριογράφος του, Τζόναθαν ΜακΚλέιν) δεν είναι τόσο ισχυρό και η πιο ανατρεπτική απάτη της πλοκής απέχει αρκετά της γραφής ενός Ντέιβιντ Μάμετ. Η αδυναμία συνολικής αντίληψης και διαχείρισης του εγχειρήματος φαίνεται και στη χρήση του score του Αλεξάντρ Ντεσπλά, το οποίο μπορεί από μόνο του να είναι θαυμάσιο και «παιχνιδιάρικο» (ενίοτε κλείνοντας το μάτι στον Μπερνάρντ Χέρμαν), όμως, το μέγεθός του δε βρίσκει λειτουργικές διεξόδους σ’ ένα έργο τόσο μικρού βεληνεκούς (αν και ανισοβαρών προσδοκιών…) όσο τούτο το «Κοστούμι».