ΚΩΔΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (2013)
(THE NUMBERS STATION)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κάσπερ Μπάρφεντ
- ΚΑΣΤ: Τζον Κιούζακ, Μάλιν Άκερμαν, Λίαμ Κάνινγκχαμ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ύστερα από την αποτυχία ολοκλήρωσης μιας αποστολής λόγω κρίσης ηθικής, ένας πρώην πράκτορας ορίζεται στη φύλαξη πολίτη κρυπτογράφου, η οποία μεταδίδει κωδικοποιημένα μηνύματα που αποτελούνται από αριθμούς. Κάποιος, όμως, θέλει να ταράξει τη ρουτίνα τους και φέρνει όλες τις σφαίρες, τα όπλα και τα εκρηκτικά που χρειάζεται. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Τζον Κιούζακ έπαψε να χαμογελά.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που ο Τζον Κιούζακ πρωταγωνίστησε σε μια πραγματικά καλή ταινία; Πόσα χρόνια πίσω πρέπει να ψάξει κάποιος για να βρει ένα φιλμ που να τιμά τον ηθοποιό; Τέτοιες σκέψεις θα έτρεχαν ενδεχομένως και στο μυαλό του ιδίου όσο γύριζε τον «Κωδικό Ασφαλείας», γιατί δείχνει αρκετά προβληματισμένος, είναι η αλήθεια.
Η αρχική ιδέα του φιλμ είναι αρκετά υποσχόμενη. Οι μυστικές υπηρεσίες έχουν στην κατοχή τους σταθμούς που εκπέμπουν κωδικοποιημένες εντολές στους πράκτορες στο «πεδίο της μάχης». Υπεύθυνοι για την εκπομπή είναι απλοί πολίτες, που προσλαμβάνονται για να κωδικοποιούν και να αποστέλλουν το μήνυμα, χωρίς να γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενο ή τον προορισμό του και τους οποίους προστατεύουν ειδικοί πράκτορες. Όταν ένας τέτοιος σταθμός δέχεται επίθεση, ο πράκτορας (του Τζον Κιούζακ) και η Κάθριν (της Μάλιν Άκερμαν) εγκλωβίζονται μέσα του, δημιουργώντας όλες τις κατάλληλες συνθήκες για ένα κλειστοφοβικό, έντονο θρίλερ. Είναι, όντως, ο «Κωδικός Ασφαλείας», ένα κλειστοφοβικό, έντονο θρίλερ; Δυστυχώς, όχι και τόσο.
Γιατί από τη στιγμή που οι δύο χαρακτήρες εγκλωβίζονται μέσα στο σταθμό αρχίζουν να γίνονται εμφανή τα προβλήματα της παραγωγής. Ο πρωτάρης στο αγγλόφωνο σινεμά Κάσπερ Μπάρφεντ σίγουρα δεν είχε και το μεγαλύτερο budget στη διάθεσή του, όμως, η απειρία του δεν τον βοήθησε να ξεπεράσει αυτόν το σκόπελο και να τον κάνει να λειτουργήσει υπέρ του. Αντί της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας που προκαλεί αγωνία και μόνο αποτυπώνοντας την απομόνωση και την αδυναμία διαφυγής, ο Μπάρφεντ δημιουργεί μια σειρά ανέμπνευστων σκηνών μέσα στους διαδρόμους, χωρίς πραγματική αίσθηση τοπογραφίας ή ουσιαστικής ένδειξης κινδύνου. Ακόμα και η χρήση των φωτισμών, περισσότερο δυσκολεύει τα πράγματα, παρά αναδεικνύει τις σκιές, το άγνωστο, την απειλή. Πρόσθεσε στο μείγμα και τα άτσαλα flashback, που οπτικοποιούνται παρά το γεγονός ότι οι ήρωες έχουν μόνο ηχητικά ντοκουμέντα από τα γεγονότα, και θα καταλάβεις πως ο προορισμός της ταινίας δεν είναι ο κινηματογράφος αλλά το απέραντο χωνευτήρι της οικιακής αγοράς.
Στο επίκεντρο όλων αυτών, η φιγούρα του Τζον Κιούζακ που φαίνεται να έχει επαναπαυθεί σε ρόλους που δεν είναι αντάξιοι της πρότερης φιλμογραφίας του, ακολουθώντας το πρότυπο «Νίκολας Κέιτζ» αλλά αποτυγχάνοντας να δημιουργήσει έστω ένα cult status. Αν και εδώ δεν πλησιάζει τα όρια της καρικατούρας όπως συνέβη στο «The Paperboy», η ερμηνεία του είναι απλά διαδικαστική, χωρίς ίχνος ζωντάνιας ή έστω… πλάκας. Και σκέψου ότι κάποτε ο Κιούζακ ήταν αγαπημένος πρωταγωνιστής ρομαντικών κομεντί ή «πειραγμένων» κωμωδιών, που όντως προκαλούσαν ευθυμία, δείχνοντας εύρος επιλογών, πριν αναλωθεί σε αλλεπάλληλες, επίμονες προσπάθειες καταστροφής της εικόνας του.
Τελικά, παγιδευμένο ανάμεσα στις φιλοδοξίες ψυχολογικού θρίλερ και κλειστοφοβικής περιπέτειας, το φιλμ αποτυγχάνει να λειτουργήσει σε κάποιο από τα δύο επίπεδα και λόγω της αδυναμίας του Μπάρφεντ στο χειρισμό της δράσης αλλά και εξαιτίας της έλλειψης χημείας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Έστω, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε σε έναν εντυπωσιακό «κακό», όμως, ο Μπάρφεντ μας στερεί και αυτή την πολυτέλεια, παρουσιάζοντας ένα generic τρίο, δίχως επαρκείς πληροφορίες πέρα από τα πολυβόλα στα χέρια. Παρακαλώ, δοκιμάστε άλλον «Κωδικό Ασφαλείας» διότι αυτός δεν έγινε δεκτός.