Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ (1955)
(THE NIGHT OF THE HUNTER)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαρλς Λότον
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Μίτσαμ, Μπίλι Τσέιπιν, Σάλι Τζέιν Μπρους, Σέλεϊ Γουίντερς, Λίλιαν Γκις, Γκλόρια Καστίγιο, Πίτερ Γκρέιβς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Διεφθαρμένος αιδεσιμότατος, άρτι αφιχθείς από τη φυλακή, παντρεύεται αφελή χήρα με μοναδικό σκοπό να μάθει από τα ανήλικα παιδιά της πού έχει κρύψει τη λεία μιας ληστείας τραπέζης ο απαγχονισμένος πατέρας τους.
Η μοναδική σκηνοθετική απόπειρα στην καριέρα τού ηθοποιού Τσαρλς Λότον αποτελεί ένα απίστευτο φιλμικό παράδοξο, εντελώς μπροστά από την εποχή του, προφανώς καταδικασμένο να αποτύχει στην πρώτη του διανομή, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η «Νύχτα του Κυνηγού» δεν εκτιμήθηκε ούτε από το κοινό, ούτε και από τους κριτικούς, με τον Λότον να εγκαταλείπει απογοητευμένος κάθε ενδεχόμενο να σκηνοθετήσει ξανά στο σινεμά (εξακολούθησε να το κάνει αποκλειστικά στο θέατρο, όπου αισθανόταν ελεύθερος ν’ αλλάζει και να διορθώνει διαρκώς πράγματα, κάτι που ο κινηματογράφος δεν του επέτρεπε εκ των πραγμάτων). Σήμερα, αντιμετωπίζεται ως ένα πραγματικό αριστούργημα εικαστικής ομορφιάς που σπάνια βρήκε όμοιό του στα χρονικά της αμερικανικής (και όχι μόνο) φιλμικής παραγωγής.
Το έργο ξεκινά σαν μία ανάγνωση παιδικού παραμυθιού (ή βιβλικής ιστορίας, αν θέλετε, και τα δύο δεν απέχουν καθόλου, άλλωστε…) δια στόματος της γηραιάς Ρέιτσελ Κούπερ (Λίλιαν Γκις), προστάτιδας των ορφανών «μικρών πλασμάτων» τούτου του κόσμου, ενός χαρακτήρα που θα συναντήσουμε στο δεύτερο μέρος της «Νύχτας του Κυνηγού». Η μορφή της κυρίας Κούπερ εμφανίζεται μέσα από έναν έναστρο ουρανό, λες και αποτελεί μία συμπαντική «Δύναμη», που στην πιο καίρια στιγμή της αφήγησης θα λειτουργήσει σαν… από μηχανής! Ένα πρώτο ηθικό δίδαγμα έρχεται στο άκουσμα της φράσης «Μην κρίνετε για να μην κριθείτε», για να συμπληρωθεί με το «Φυλαχτείτε από τους ψεύτικους προφήτες, που σας πλησιάζουν με την όψη αρνιών, μα μέσα τους είναι πεινασμένοι λύκοι». Είναι οι πρώτες αναφορές σε συμβολισμούς διπόλου, με βασικό άξονα το Καλό και το Κακό, την Αγάπη και το Μίσος. Οι τελευταίες είναι οι λέξεις που έχει γραμμένες στα δάχτυλα των δυο χεριών του ο Χάρι Πάουελ, ένας ψυχοπαθής serial killer που παριστάνει τον αιδεσιμότατο, ξαφρίζοντας περιουσίες μοναχικών κυριών τις οποίες σκοτώνει κι εξαφανίζεται, μέχρι να βρει το επόμενο θύμα του, περιοδεύοντας ανά την Αμερική και κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού.
Ο Χάρι Πάουελ είναι το αντίπαλο δέος της προαναφερθείσας «Δύναμης», η άλλη όψη ενός πλάσματος που λες και γεννήθηκε μέσα από μία υπερβατική κοσμογονία και είναι ικανό να παραστήσει κάθε ανθρώπινο ρόλο της θνητής ζωής. Η ανάλυσή του μπορεί να οδηγήσει μέχρι τα πιο αρρωστημένα μονοπάτια του νου, ξεκινώντας από ολότελα ανήθικος αγύρτης, για να φτάσει έως και στον πλανευτή παιδεραστή (χαρακτηρισμός / αποστολή που, ευτυχώς, δεν ολοκληρώνεται στο φιλμ, διότι διαφορετικά ο Λότον θα είχε σταυρωθεί κανονικά!). Ο Πάουελ θα βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στο κελί ενός καταδικασμένου σε θάνατο για ληστεία και ανθρωποκτονία, αλλά δεν θα μπορέσει να αποσπάσει την πληροφορία που θα του απέφερε περίπου 10.000 δολάρια, έτσι θα στοχοποιήσει τη χήρα του άτυχου ανδρός, ο οποίος έκλεψε για να θρέψει τα παιδιά του, με ουσιαστικό σκοπό εκείνα να του αποκαλύψουν (θέλοντας και μη) την κρυψώνα των κλοπιμαίων.
Η σκηνοθεσία του Λότον δεν θυμίζει σε τίποτα τα έργα του αμερικανικού (ειδικά) σινεμά εκείνης της περιόδου. Οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του Στάνλεϊ Κορτέζ (ο Λότον τον θαύμαζε για τη δουλειά του στους «Υπέροχους Άμπερσον» του Όρσον Γουέλς, από το 1942) που σε κάνουν να σαστίζεις και μία σχεδόν θεατρική διάσταση στην προοπτική των sets (ακόμη και στα εξωτερικά πλάνα!) αποτελούν το σήμα κατατεθέν της καλλιτεχνικής ταυτότητας της ταινίας, που μαζί με τους ιδιαίτερα τονισμένους βιβλικούς συμβολισμούς, υιοθετεί μία εκκεντρικά αντι-ρεαλιστική ματιά, που θα αποθεωθεί στη σεκάνς της καταδίωξης των παιδιών στο ποτάμι. Η κατάβαση με τη βάρκα συνοδεύεται από το νανούρισμα της παιδίσκης Περλ (Σάλι Τζέιν Μπρους), ενώ η ίδια η φύση μοιάζει να συνωμοτεί υπέρ τους, με το ζωικό βασίλειο να στήνει έναν προστατευτικό «ιστό» γύρω απ’ αυτά τα (εξίσου) «μικρά πλάσματα». Και μονάχα για τα λεπτά που διαρκεί αυτή η λυρικά συγκλονιστική σκηνή ανθολογίας, η «Νύχτα του Κυνηγού» μπορεί να/και κατέχει μια θέση στην αιωνιότητα της κινηματογραφικής Τέχνης.