THE NICE GUYS (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέιν Μπλακ
- ΚΑΣΤ: Ράσελ Κρόου, Ράιαν Γκόσλινγκ, Άνγκουρι Ράις, Ματ Μπόμερ, Μάργκαρετ Κουέιλι, Κιμ Μπέισινγκερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Δυο αταίριαστοι, ας τους πούμε ντετέκτιβ, αναγκάζονται να συνεργαστούν για να λύσουν μια μυστηριώδη υπόθεση που γίνεται συνεχώς και πιο σύνθετη και στην οποία εμπλέκονται πορνογράφοι και τεράστια συμφέροντα.
Με το «The Nice Guys», ο Σέιν Μπλακ δεν προτείνει σε καμία περίπτωση ένα νέο κινηματογραφικό είδος. Η ταινία βασίζεται στο format του detective buddy movie, που είναι τουλάχιστον τόσο παλιό όσο και η χρονική τοποθέτηση του story. Ο Μπλακ, άλλωστε, έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν μ’ αυτό, ως ένας από τους σεναριογράφους του «Φονικού Όπλου». Η διαφορά εδώ είναι ότι τα αστεία τραβάνε στα άκρα, η βία το ίδιο και οι ηθοποιοί παίζουν εντελώς χαλαρά κι απενοχοποιημένα και όχι σαν stars.
Το φιλμ αρχίζει με μια θαυμάσια σκηνή, όπου ένας πιτσιρικάς κλέβει το πορνοπεριοδικό του μπαμπά του και χαζεύει το centerfold της porn star Misty Mountains. Την ίδια στιγμή ένα εκτός ελέγχου αυτοκίνητο κατρακυλάει σε μια πλαγιά, μπουκάρει στο σπίτι και καταλήγει λίγο παρακάτω, με την ίδια τη Misty να σκάει μπροστά στον πιτσιρικά στην ίδια στάση με εκείνη του περιοδικού, λίγο πριν ξεψυχήσει! Από εκεί ξεκινά μια πλοκή στην οποία εμπλέκονται πολλά πρόσωπα, με όχι πάντα τόσο ξεκάθαρο τρόπο. Το story είναι ίσως το πιο αδύναμο κομμάτι της ταινίας, αφού δεν προσφέρει καν μια τελική αποκάλυψη που να σε ταρακουνήσει.
Οι χάρες τού «The Nice Guys» βρίσκονται αλλού. Στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, που θα μπορούσες να το υπολογίσεις και τρίδυμο, αφού δίπλα στους Κρόου και Γκόσλινγκ στέκεται και με το παραπάνω η μικρή Άνγκουρι Ράις, κοριτσάκι με σπιρτάδα και διαβολιά που αποκλείεται να μην το ξαναδούμε σύντομα. Ο Κρόου παίζει τον Τζάκσον, έναν χοντροκομμένο νταή, που δεν το συζητάει και πολύ όταν αναλαμβάνει «δουλειές». Αυτό που έχει να κάνει είναι να προειδοποιεί και να σπάει χέρια, μούτρα, ό,τι τέλος πάντων χρειάζεται για να καταφέρει τον στόχο του. Ο Χόλαντ τού Γκόσλινγκ, από την άλλη, είναι ένας «επίσημος» ντετέκτιβ, αλλά ψιλοαπατεώνας, αφού οι βασικές του πελάτισσες είναι κάτι γριές με άνοια από το γηροκομείο. Οι δυο τους, έπειτα από μια πρώτη μάλλον άχαρη γνωριμία, αναγκάζονται να συνεργαστούν, αφού τα πρόσωπα που αναζητούν ή είναι πελάτες τους ή εμπλέκονται στην ίδια υπόθεση. Μια υπόθεση όπου μια πορνοταινία διπλής ανάγνωσης προκαλεί τον θάνατο των περισσότερων ατόμων που έχουν ασχοληθεί μ’ αυτήν.
Ο χρόνος είναι το 1977 και ο τόπος το Λος Άντζελες, οπότε δικαιολογημένα θα πρέπει να περιμένεις να δεις πολλά πολύχρωμα φώτα, τεράστια πέτα σε σακάκια με pastel χρώματα και γυναικεία ντυσίματα με βαθιά ανοίγματα. Η εικόνα της εποχής είναι, αν όχι απαραίτητα ακριβής, διασκεδαστικά κοντινή στην πραγματικότητα και οι Κρόου και Γκόσλινγκ φαίνονται να διασκεδάζουν πάρα πολύ μέσα σ’ αυτήν.
Η χημεία τους και η ολοφάνερη επικοινωνία που έχουν, ακόμη κι όταν τα αστεία δεν είναι απολύτως αντάξιά της, είναι αυτό που θα σε κάνει να περάσεις καλά με το «The Nice Guys». Μια σκηνή στο ασανσέρ ενός ξενοδοχείου όπου στο ρετιρέ γίνεται μακελειό, είναι το καλύτερο παράδειγμα αυτής της χημείας. Οι πόρτες ανοίγουν, οι δυο τους ρίχνουν μια ματιά στο τι συμβαίνει, κοιτάζονται με ένα βλέμμα «άσ’ το καλύτερα» και μαζεύονται πίσω από τις πόρτες που ξανακλείνουν. Οι ατάκες πολλές φορές είναι σκληρές, οι θάνατοι έρχονται στα ξαφνικά και λιγότερο καλυμμένοι απ’ ό,τι θα περίμενες σε μια κωμωδία και το πρωταγωνιστικό ντουέτο είναι full on μέσα στο παιχνίδι, αφήνοντας και έναν υπαινιγμό για sequel, που ίσως δύσκολα θα έρθει μετά τις μάλλον χαμηλές εισπράξεις του πρώτου Σαββατοκύριακου στην Αμερική. Μα τι άλλο θέλανε, δηλαδή;