Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ (2018)
(THE MAN WHO KILLED DON QUIXOTE)
- ΕΙΔΟΣ: Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τέρι Γκίλιαμ
- ΚΑΣΤ: Άνταμ Ντράιβερ, Τζόναθαν Πράις, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Όλγκα Κουριλένκο, Τζέισον Γουότκινς, Χουάνα Ριμπέιρο, Σέρτζι Λόπεζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Κάποτε οραματιστής σκηνοθέτης, νυν προσγειωμένος στον κόσμο των διαφημιστικών clip, ευρισκόμενος για τις ανάγκες της τελευταίας του δουλειάς στην Ισπανία, επισκέπτεται το χωριό στο οποίο δέκα χρόνια πριν είχε γυρίσει ερασιτεχνική ταινία για τον Δον Κιχώτη. Βρίσκει τον γηραιό τσαγκάρη που είχε χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες του κεντρικού ρόλου, αυτός όμως έκτοτε ζει σε έναν κόσμο παραισθήσεων, νομίζοντας πως είναι πράγματι ο ήρωας του Θερβάντες. Άρα, αυτό μάλλον σημαίνει πως ο επίδοξος κινηματογραφιστής Τόμπι είναι ο… Σάντσο Πάντσα και ως γνωστόν οι δυο τους είναι καταδικασμένοι να ζουν σε έναν κόσμο περιπέτειας και αχαλίνωτης φαντασίας. Ναι. Τι;
Πρόκειται περί κάποιου κινηματογραφικού θαύματος το γεγονός πως μετά από εικοσιπέντε χρόνια παραγωγής και… μη παραγωγής, όπως σαρκαστικά ενημερώνει η κάρτα που προηγείται της εναρκτήριας σεκάνς, βλέπουμε στ’ αλήθεια την ταινία – όνειρο ζωής του Τέρι Γκίλιαμ. Δεν είναι διόλου παράξενο που ο Δον Κιχώτης αποτέλεσε τέτοια εμμονή για τον γεννημένο στην Αμερική, εδώ και πολλά χρόνια όμως πολιτογραφημένο Βρετανό σκηνοθέτη, μιας και οι «τρελοί ονειροπόλοι» αποτελούν σήμα κατατεθέν του έργου του. Παρά το σφοδρό πάθος και το συναίσθημα που απλόχερα μοιράζει ο Γκίλιαμ σχεδόν σε κάθε κάδρο της ταινίας του όμως, οι αδυναμίες των πρόσφατων εγχειρημάτων του επανεμφανίζονται και σε τούτο, κάνοντας τον «Δον Κιχώτη» του να δείχνει πως ακολουθεί στο πανί (σχεδόν κατά πόδας) τα προβλήματα που αντιμετώπισε μέχρι την ολοκλήρωσή του (μέρος των οποίων είδαμε στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Δον Κιχώτης Χωρίς Τέλος…» του 2002).
Η δύναμη της φαντασίας, που είναι το άτυπο κεντρικό θέμα όλων σχεδόν των ταινιών τής μετά Monty Python καριέρας του Γκίλιαμ, μαζί με τη διαφυγή που αυτή μπορεί να προσφέρει από την πεζή πραγματικότητα, επανέρχονται κι εδώ ως μοτίβα, όχι όμως εν είδει σουρεαλιστικού εφιάλτη α λα «Brazil» (1985), ούτε σαν «καμένο» παιδικό παραμύθι όπως το «Tideland» (2006), αλλά περισσότερο σαν μια «αυθεντική» φανταστική περιπέτεια στα χνάρια του «Οι Περιπέτειες του Βαρόνου Μυνχάουζεν» (1988), με όποια όμως θέματα μπορεί να επιφέρει η τριακονταετής απόσταση που χωρίζει τα δύο αυτά φιλμ. Πόσω μάλλον όταν η περίοδος ’85 -’95 αποτελεί το zenith του Γκίλιαμ, σε αντίθεση με την τελευταία δεκαετία της καριέρας του που έχει σαν αφετηρία ορισμού τον κενό «Φανταστικό Κόσμο του Δρ. Παρνάσους» (2009).
Ο Τέρι Γκίλιαμ και ο συν-σεναριογράφος του Τόνι Γκρισόνι έχουν επεξεργαστεί το σενάριο το οποίο προόριζαν για τον – μακαρίτη πια – Ζαν Ροσφόρ (στον οποίο αφιερώνουν την ταινία, όπως και στον Τζον Χερτ, που επίσης… κάποτε ήταν στα υπ’ όψιν τους για Δον Κιχώτης). Σε τούτη την ξαναδουλεμένη εκδοχή έχουν αποσυνδέσει εντελώς από την πλοκή το στοιχείο του χρόνου, με αποτέλεσμα ο 17ος και ο 21ος αιώνας να μπλέκουν μεταξύ τους με χαρακτηριστική άνεση, με τον κυνικό εγωμανή σκηνοθέτη Τόμπι Γκρισόνι (πιάνουμε την ειρωνεία του ονόματος, έτσι;) να ζει στο σήμερα και τον γηραιό ιππότη Δον Κιχώτη να περιπλανιέται στον κόσμο ενός μαγικού παρελθόντος. Έχοντας αναπτύξει μια δική του ιδιόρρυθμη θεωρία σχετικά με θέματα budget και ολοκλήρωσης παραγωγής, και γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια το αυστηρό αφεντικό του, που έχει έρθει να επιβλέψει τα γυρίσματα, ο Τόμπι εκδράμει σε γειτονικό χωριό το οποίο είχε επιλέξει σαν τόπο της πρώτης του πειραματικής ταινίας δέκα χρόνια πριν, μαζί μάλιστα με τους κατοίκους του, στους οποίους διένειμε τότε τους ρόλους εκείνου του άγουρου «Δον Κιχώτη» του. Προς απογοήτευσή του, βλέπει πως η ταινία του επηρέασε με τα χρόνια αρνητικά τις ζωές των πρωταγωνιστών της, καθώς (όπως πληροφορείται μεταξύ άλλων) ένα μικρό κορίτσι στο οποίο είχε δώσει ένα ρολάκι έχασε τον δρόμο της αγνότητας καταλήγοντας πόρνη, ο δε πρωταγωνιστής του παθιάστηκε τόσο με τον χαρακτήρα που υποδύθηκε, ώστε ζει έκτοτε σε έναν κόσμο παραφροσύνης, πιστεύοντας πως είναι ο αληθινός Δον Κιχώτης. Όταν εξαιτίας ατυχήματος ο Τόμπι βάλει πυρκαγιά στο χωριό, συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο τις καταστροφές που ο ίδιος άθελά του είχε ξεκινήσει εκεί χρόνια πριν, ο κατά φαντασίαν Δον Κιχώτης θα τον εκλάβει ως τον πιστό του υπηρέτη Σάντσο Πάντσα, παίρνοντάς τον μαζί του σε ένα περιπετειώδες ταξίδι στην ισπανική ύπαιθρο του σήμερα, αλλά κυρίως… του χθες!
Είναι αδύνατον να περιγραφούν τα όσα διαδραματίζονται από τούτο το σημείο κι έπειτα, καθώς αν κάτι δεν έχασε ο Γκίλιαμ με τα χρόνια είναι η οργιώδης φαντασία του, η οποία εδώ παραμερίζει σχεδόν ολοκληρωτικά τη στοιχειώδη αφηγηματική ροή. Κάστρα πολιορκούνται, ιππότες μονομαχούν, γίγαντες εμφανίζονται, αιολικά πάρκα μεταμορφώνονται σε ανεμόμυλους, κοπέλες κινδυνεύουν, με τον Δον Κιχώτη να ακολουθεί πιστά όσα η ευγενική αθώα φύση τού προστάζει, τον δε Σάντσο να προσπαθεί να προσαρμοστεί στον άγνωστο για εκείνον κόσμο του. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες μπορεί να στέκει σαν ένα είδος εξομολόγησης του ίδιου του σκηνοθέτη, καθώς όλα αυτά τα χρόνια που δεν μπορούσε να εκπληρώσει το όνειρό του, έμοιαζε σαν και ο ίδιος να βρέθηκε ανάμεσα σε μια δυσοίωνη, πλην ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, αλλά και της απερίσκεπτης τρέλας που σαν μούσα «κατευθύνει» το έργο του. Το στοιχείο αυτό, μαζί με το (σουρεάλ ενίοτε) μπλέξιμο των εποχών, μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως από τους φανατικούς του οπαδούς, δύσκολα όμως θα μιλήσει στους υπόλοιπους.
Η σεκάνς με την αστυνομία και το κυνήγι του… Δον Κιχώτη κουβαλάει κάτι από την ξεκαρδιστική τρέλα των «Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης» (1975), η δε αφοσίωση των Ντράιβερ και Πράις στους ρόλους τους είναι υποδειγματική, με τον πρώτο να δείχνει εδώ μια πολύ διασκεδαστική πτυχή του ταλέντου του. Οι γυναικείοι ρόλοι είναι κακογραμμένοι, με την Όλγκα Κουριλένκο σαν ανήθικο θηλυκό για… όλες τις εποχές να μην έχει εν τέλει κάποιον ουσιαστικό χαρακτήρα, το δε ημίωρο και πλέον κρεσέντο τού φινάλε, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, (ξε)φεύγει εντελώς «αλλού», ξεχειλώνοντας τη συνολική διάρκεια σε σημείο που μπορεί να γονατίσει πολλούς. «Μείνε με την πλοκή», συμβουλεύει σε κάποιο σημείο το αφεντικό του Στέλαν Σκάρσγκαρντ τον νάρκισσο Τόμπι (ή μήπως Σάντσο;) του Άνταμ Ντράιβερ. «Αλήθεια υπάρχει τέτοια;», του απαντάει αυτός, συνοψίζοντας με ένα α λα Monty Python κλείσιμο του ματιού τούτη τη σκηνοθετική επιστροφή του Γκίλιαμ.