Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΩΝ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ (2003)
(THE LORD OF THE RINGS: THE RETURN OF THE KING)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πίτερ Τζάκσον
- ΚΑΣΤ: Ελάιτζα Γουντ, Βίγκο Μόρτενσεν, Ίαν ΜακΚέλεν, Άντι Σέρκις, Σον Άστιν, Σον Μπιν, Κέιτ Μπλάνσετ, Ορλάντο Μπλουμ, Τζον Ρις-Ντέιβις, Χιούγκο Γουίβινγκ, Ντέιβιντ Γουέναμ, Μπίλι Μπόιντ, Ντόμινικ Μόναχαν, Μπέρναρντ Χιλ, Ίαν Χολμ, Μιράντα Ότο, Λιβ Τάιλερ, Κρίστοφερ Λι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 201'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Καθώς ο Σάουρον προσπαθεί να κατακτήσει τη Μέση Γη, ο Γκάνταλφ και ο Θέοντεν επιστρατεύουν τις δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν τη Μίνας Τίριθ. Ο Άραγκορν παλεύει για το θρόνο της Γκόντορ και καλεί έναν στρατό από φαντάσματα ώστε να νικήσει τη μάχη. Ο Φρόντο και ο Σαμ κουβαλούν έτσι μόνοι τους το βαρύ φορτίο του Δαχτυλιδιού, με ύπουλο αντίπαλο το Γκόλουμ.
Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε την κινηματογραφική μεταφορά ενός βιβλίου; Πρέπει να στεκόμαστε πιο κοντά στο λογοτέχνημα ή στο φιλμικό αποτέλεσμα, «απελευθερωμένοι» από την πηγή έμπνευσης; Είναι καλύτερο να σιχτιρίζεις τον υπεύθυνο για τη σφαγή ενός (αγαπημένου σου) βιβλίου ή να δηλώνεις άγνοια και να ’χεις καθαρή τη συνείδησή σου; Συνήθως επιλέγω τη δεύτερη οδό. Στην περίπτωση του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, όμως, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσω, αλλά ούτε και μπορώ να ταυτιστώ με τις ορδές των παραληρούντων οπαδών / αναγνωστών, οι οποίοι άρχισαν να αλαλάζουν «αριστούργημα» πριν καν δουν το τελευταίο μέρος της τριλογίας του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» στη μεγάλη οθόνη! Έχω επιλέξει το ρόλο του θεατή και από αυτή την οπτική γωνία, με κάποια αφέλεια ή και αγνότητα, (θα) κρίνω αυτό που είδα – και όχι αυτό που θα ξεφύλλιζα…
Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τρίτο και τελευταίο μέρος του «Άρχοντα». Η μεταφορά της τριλογίας του Τόλκιν στην οθόνη έχει διχάσει ακόμη και τους οπαδούς της, οι οποίοι χωρίζονται στους «και στην πυρά θα πέσω για χάρη του Πίτερ Τζάκσον» ή στους «καλό το εργάκι, αλλά ο τύπος το βιβλίο το ξέσκισε». Και οι δύο πλευρές, φανατισμένες από την αγάπη τους για τη λογοτεχνία του φανταστικού, μιλούν… ξένες γλώσσες για μένα. Για να καταλαβαινόμαστε, λοιπόν, κι επειδή από κουένια (προσφιλής διάλεκτος ξωτικών) δεν σκαμπάζω, ας μιλήσουμε περί φιλμικής γλώσσης.
Ο «Άρχοντας» είναι σίγουρα ένα ψυχαγωγικό παραμύθι που εντυπωσιάζει σε όγκο – αν και αυτό κινδυνεύει να γίνει boomerang πια (η «Επιστροφή του Βασιλιά» διαρκεί 201 λεπτά και στα multiplex δεν υφίσταται καν ένα… σωτήριο διάλειμμα). Το περίφημο όραμα του Τζάκσον δεν ήταν μονάχα το να ζωντανέψει αυτά τα βιβλία – ποταμό, αλλά το να μείνει στην ιστορία για κάτι παρόμοιο με… τον «Πόλεμο των Άστρων». Κι επειδή σήμερα η ποιότητα ζωής και η – ας την πούμε – κουλτούρα μας έχει καταντήσει… fast-food, ότι κατάφερε ο Λούκας σε μερικές δεκαετίες για τη δική του (αρχική) τριλογία (ας αποφύγουμε την ιδέα ότι υπήρξαν και κάποιες πρόσφατες «συνέχειες»…), το πέτυχε ο Τζάκσον μονάχα σε μία τριετία! Λόγω (αυτών των) μεγεθών, λοιπόν, ο «Άρχοντας» θα παραμείνει «αθάνατος» – με τον αυτονόητο κίνδυνο, ο (παιδικός) θαυμασμός να ξεθωριάσει ακριβώς όπως έγινε και με τον «Πόλεμο» (σας μιλώ εκ πείρας). Γιατί; Παρά τις άξιες συγχαρητηρίων προσπάθειες του Τζάκσον (b-μουβάς, δημιουργός κανιβαλιστικών splatter ήταν ο άνθρωπος και γι’ αυτό τον αγάπησα κάποτε) να δαμάσει το πελώριο υλικό των βιβλίων, δεν υπάρχει μεγαλοσύνη στην πράξη. Αποστασιοποιημένος και… αδιάβαστος, επί τρεις φορές και για πάμπολλες ώρες μπροστά στην οθόνη, εξομολογούμαι ότι δεν αποκόμισα κάτι ανάλογο με αυτό για το οποίο οδύρονται οι fans του Τόλκιν (και του φανταστικού). Καλά όλα κι άγια, αλλά προς Θεού, η αρχή και το τέλος της Ιστορίας του κινηματογράφου δεν είναι τούτη η τριλογία!
Η βασική μου ένσταση; Ο χαρακτηρισμός του «έπους», που μακάρι να ταίριαζε σε όλο αυτό το θέαμα. Αλίμονο, όμως, εδώ μιλάμε για μοντέρνο σινεμά οφθαλμαπάτης και ψηφιακή επεξεργασία της εικόνας σε βαθμό εξάντλησης. Που να σηκωθεί η τρίχα και να τρίξουν τα κόκαλα του Ντέιβιντ Λιν, δηλαδή! Ήρθε το computer animation να διώξει το «Λόρενς της Αραβίας» (1962) από την κορυφή; Ποτέ! Ξέρουν τα… post-production Ορκ του κυρίου Τζάκσον να πολεμάνε καλύτερα από τους αληθινούς κομπάρσους του Ακίρα Κουροσάουα στο «Ran» (1985); Καμία σχέση. Τους περιορισμούς του ως σκηνοθέτης τους γνωρίζει, γι’ αυτό και δεν αγγίζει τέτοια κλασικά παραδείγματα. Είπαμε, το μοντέλο του είναι ο Λούκας. Περίτρανη απόδειξη, η σεκάνς της πολιορκίας της Μίνας Τίριθ, που σε ορισμένα σημεία κοπιάρει κανονικότατα τη μάχη με τα ρομποτικά ΑΤ-ΑΤ από το «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» (1980). Τι μας μένει, λοιπόν, από «έπος» σε διαστάσεις; Κάτι πανοραμικά traveling (Τζούλι Άντριους, είσαι εδώ;) σκέτη ομορφιά, που εγγυώνται ότι υπήρξαν και γυρίσματα σε φυσικά locations…
Στο φινάλε, δεν είμαι θυμωμένος με την «Επιστροφή» ή και με την όλη τριλογία του «Άρχοντα». Δείτε την και χαρείτε την. Έχει τη μαγεία της, έχει τα συστατικά που θα σε κάνουν να χαζέψεις εικόνες και δράση, είναι ένα παραμύθι που παρόμοιό του σπάνια βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη. Αλλά, παρακαλώ, κρατήστε την ψυχραιμία σας! Το φιλμ ούτε κάποια σπουδαία φιλοσοφία κρύβει (πέραν ολίγων τυπικών θρησκευτικών συμβολισμών), ούτε και ποδοπατεί αισθητικώς οτιδήποτε είδαμε στο σινεμά εδώ και εκατό χρόνια και βάλε. Αυτά ίσως και να βρίσκονται στα βιβλία του Τόλκιν. Ή στην οργιάζουσα φαντασία του αναγνώστη…