ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΩΚΕΑΝΟΥΣ (2016)
(THE LIGHT BETWEEN OCEANS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέρεκ Σιανφράνς
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Φασμπέντερ, Αλίσια Βικάντερ, Ρέιτσελ Βάις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 133'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου παντρεύεται και αναλαμβάνει καθήκοντα φαροφύλακα σε νησάκι στη μέση του πουθενά, στα ανοιχτά της Αυστραλίας. Όταν, μετά από σειρά αποτυχημένων προσπαθειών τεκνοποίησης, το ζεύγος διασώζει βρέφος που το ξεβράζει η θάλασσα στην ακτή του νησιού τους, οι δυο τους αποφασίζουν να το κρατήσουν και να το μεγαλώσουν σαν δικό τους. Η πραγματική του μητέρα, όμως, δεν έχει πάψει να το αναζητά.
Αν υπήρχε κάτι για το οποίο ξεχώριζε το ούτως ή άλλως αξιομνημόνευτο ντεμπούτο του Ντέρεκ Σιανφράνς, «Blue Valentine» (2010), ήταν η ένταση της αφήγησης και οι ερμηνείες των Ράιαν Γκόσλινγκ και Μισέλ Γουίλιαμς. Ξεδιπλώνοντας τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών του με συνεχή flashback, κατάφερνε να αποδώσει όλες τις χαρές και τις τραγωδίες του γάμου, με επίκεντρο τη γέννηση ενός παιδιού, καθώς και τους προβληματικούς χαρακτήρες του ζεύγους. Στην καινούργια του σκηνοθετική απόπειρα, μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος της Μάργκο Στέντμαν, δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τη λογική της πρώτης του ταινίας, με τη μεγάλη όμως διαφορά να είναι πως εδώ μιλάμε για ένα γνήσιο μελόδραμα παλαιάς κοπής και όχι για το indie αμερικάνικου ύφους κινηματογράφησης πρώτο φιλμ του.
Ο Τομ είναι βετεράνος του Μεγάλου Πολέμου, που επιστρέφοντας στην πατρίδα του την Αυστραλία μετά από τέσσερα χρόνια θητείας, θέλει να ξεχάσει όσα είδε και έζησε στο μέτωπο. Η μοναχική θέση του φαροφύλακα στο απομονωμένο νησάκι Τζέινας μοιάζει να είναι λυτρωτική γι’ αυτόν. Ο Σιανφράνς αυτή τη φορά δεν χρησιμοποιεί flashback για να δείξει από πού πηγάζει η θλίψη τού Τομ. Αρκεί μόνο το βλέμμα του, καθώς συμπληρώνει την αίτηση αποδοχής της θέσης του στο πρώτο πλάνο τού φιλμ, για να γίνει πλήρως κατανοητή η ψυχική κατάσταση του ήρωά του. Αδυνατώντας να καταλάβει το πώς βγήκε ζωντανός από τον πόλεμο, αλλά και κουβαλώντας τύψεις γιατί αυτός τα κατάφερε ενώ χιλιάδες άλλοι όχι, βλέπει το μικροσκοπικό νησί ως αφετηρία μιας νέας ήρεμης ζωής. Το όνομα Τζέινας, της βραχονησίδας που ενώνει τους δύο ωκεανούς, Ειρηνικό και Ινδικό, προέρχεται από τον θεό των Ρωμαίων Ιανό, λέει ο ίδιος στη γυναίκα του, Ίζαμπελ, την οποία γνωρίζει και παντρεύεται λίγο πριν αναλάβει τα καθήκοντα του. Ο διπρόσωπος θεός, που πάντα κοιτάζει προς δύο κατευθύνσεις, μοιάζει με τον ίδιο που ναι μεν θέλει να δει μπροστά, το βάρος όμως του σκληρού πρόσφατου παρελθόντος του είναι πάντα εκεί, σιωπηλό σαν τον ίδιο, κάνοντας το φορτίο της οδύνης του δυσβάσταχτο και αναγκάζοντάς τον να ρίχνει συχνά ματιές προς τα πίσω.
Μοναδική παρηγοριά του είναι η σύζυγός του αλλά και η προσδοκία δημιουργίας οικογένειας. Τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως το φουλ ερωτευμένο ζεύγος θα ήθελε, καθώς οι προσπάθειές τους για απόκτηση παιδιών αποτυγχάνουν. Έχοντας ήδη συμπληρώσει αρκετά χρόνια παραμονής στο νησί, βλέπουν σε μια βάρκα που επιπλέει στα ανοιχτά ένα βρέφος το οποίο διασώζουν, σε αντίθεση με τον ήδη νεκρό ενήλικα συνεπιβάτη. Μοιάζει ίσως κάπως παράξενο να επιζεί το μωρό και όχι ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας (προφανώς ο πατέρας του), αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που οδηγεί το ζευγάρι στο να κρατήσει τη μικρή Λούσι (όπως την ονομάζει), θεωρώντας την θείο δώρο, παρά τους αρχικούς δισταγμούς τού Τομ που πιστεύει πως πρέπει να δηλώσει το γεγονός. Σε ένα από τα ταξίδια του στην ενδοχώρα, σε αυτό μάλιστα που θα κάνει με τη γυναίκα του για τη βάφτιση της Λούσι, θα αντιληφθεί – χωρίς να έχει δείξει από πριν διάθεση σχετικής έρευνας – πως η μητέρα τού βρέφους, Χάνα, είναι από την περιοχή και πως δεν έχει σταματήσει όλον αυτόν τον καιρό να ψάχνει για τον χαμένο σύζυγο και το παιδί της. Η διπλή ανάγνωση των δεδομένων θα απασχολήσει εκ νέου τον Σιανφράνς, καθώς ο Τομ κοιτά την απόλυτη ευτυχία της Ίζαμπελ, η οποία έχει το μωρό που τόσο ήθελε από τη μία, αλλά και τη δυστυχία της βιολογικής του μητέρας από την άλλη, που αγνοεί πως το μικρό κορίτσι της είναι ζωντανό, σε συνδυασμό με την πάντα παρούσα γι’ αυτόν ηθική θεώρηση της κατάστασης.
Ο Σιανφράνς αποδεικνύει πως είναι ένας γνήσια ρομαντικός κινηματογραφιστής. Προσπαθεί να εξερευνήσει τους δεσμούς της αγάπης, παρουσιάζοντας στα πρόσωπα των Τομ και Ίζαμπελ δύο έντιμες, αθώες ψυχές, που απλά έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον. Ο τρόπος που τους χειρίζεται όταν βρίσκονται μπροστά στην απόφαση που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους, είναι τέτοιος που δίνει δίκιο και στους δύο. Η Ίζαμπελ θεωρεί πως είναι υποχρέωσή τους να μεγαλώσουν το παιδί που έσωσαν, ενώ ο τυπικός Τομ πιστεύει πως οφείλουν απλά να αναφέρουν το γεγονός, γιατί έτσι πρέπει. Όταν η αντίστασή του θα καμφθεί από το πάθος και την πίεση της γυναίκας του, ξέρει πολύ καλά πως έχει πάρει τη λάθος απόφαση, έχοντας όμως κάνει κάτι που υπό το βάρος των περιστάσεων ίσως μοιάζει σωστό. Ο προβληματισμός τού Σιανφράνς για την ιερότητα της σχέσης μητέρας – παιδιού επανέρχεται εδώ (υπήρχε και στο «Blue Valentine»), αφού το τρίγωνο της γονικής αγάπης, που δημιουργείται άπαξ κι εμφανίζεται η βιολογικής μητέρα της Λούσι, βασίζεται ακριβώς εκεί. Ο σκηνοθέτης δεν εξερευνά ιδιαίτερα τον χαρακτήρα της Χάνα, δίνοντάς μας μόνο ψήγματα της ζωής της μέσω flashback, αφήνοντας το κοινό να νιώσει τον πόνο και την αγωνία της, από τη στιγμή που βεβαιώνεται πως το παιδί της χαίρει άκρας υγείας, έχοντας μεγαλώσει στα χέρια αγνώστων.
Δεν σημαίνει, βέβαια, πως το φιλμ του Σιανφράνς δεν έχει τα προβλήματά του, καθώς η αφήγηση παρουσιάζει αρρυθμίες και κενά (ειδικά στο αστυνομικού ενδιαφέροντος κομμάτι του), αργεί να πάρει μπρος ως προς τη βασική σεναριακή ιδέα, ενώ ο έντονος μελοδραματισμός δίνει ώρες-ώρες την εντύπωση πως έχει φτιαχτεί αποκλειστικά για τους δακρυγόνους αδένες του γυναικείου κοινού (συνοδεία του αντίστοιχου score του Αλεξάντρ Ντεσπλά). Καταφέρνει, όμως, να κερδίζει το στοίχημα, καθώς δείχνει να κρατά σε γενικές γραμμές τον έλεγχο της κατάστασης, η φωτογράφιση τού ωκεανού και της εξοχής τού νησιού είναι απίθανη, ενώ έχει την τύχη να έχει για πρωταγωνιστή του τον Μάικλ Φασμπέντερ, που δεν είναι απλά ο πιο χαρισματικός ηθοποιός της γενιάς του, αλλά μακράν ο πλέον κατάλληλος για να υποδυθεί τον μοναχικό και σπαραχτικό Τομ. O Φασμπέντερ παίζει με τη σιωπή και το βλέμμα του, δημιουργώντας έναν ευάλωτο αλλά και παθιασμένο χαρακτήρα, βασανισμένο από όλων των ειδών τις ενοχές. Συνολικά, το καστ στέκεται καλά (αν και ο ρόλος της Ρέιτσελ Βάις δεν είναι όσο καλογραμμένος θα μπορούσε), αλλά εκείνος είναι που τραβάει σαν μαγνήτης και αποτελεί από μόνος του λόγο για την παρακολούθηση του φιλμ.