ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ (1956)
(THE KILLING)
- ΕΙΔΟΣ: Νουάρ Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στάνλεϊ Κιούμπρικ
- ΚΑΣΤ: Στέρλινγκ Χέιντεν, Κολίν Γκρέι, Βινς Έντουαρντς, Τζέι Σ. Φλίπεν, Τεντ ΝτεΚόρσια, Ελίσα Κουκ, Μαρί Γουίντσορ, Τίμοθι Κάρεϊ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: RIVIERA
Βετεράνος των φυλακών και της παρανομίας σχηματίζει ολιγομελή ομάδα κομπιναδόρων, σχεδιάζοντας μεγάλη ληστεία στον ιππόδρομο με λεία αξίας 2.000.000 δολαρίων! Το πλάνο είναι δουλεμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια, όμως, στο έγκλημα πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
«Το Χρήμα της Οργής» αποτελεί έναν από τους πλέον καθοριστικούς λόγους που το νουάρ εγκλήματος έγινε το αγαπημένο μου κινηματογραφικό είδος. Είχα πάθει πλάκα όταν πριν από πολλά χρόνια είχα δει την ταινία για πρώτη φορά και η αγάπη μου για αυτήν δεν έχει πάψει στιγμή. Αναγνωρίζω, όμως, πως συγκρινόμενη με το σύνολο της φιλμογραφίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ υστερεί έναντι αρκετών από τα υπόλοιπα έργα του. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν παρά το επί της ουσίας ντεμπούτο ενός εικοσιοκτάχρονου σκηνοθέτη, ο οποίος επιχειρούσε να βάλει το όνομά του στον κινηματογραφικό χάρτη επιλέγοντας (παραδόξως, ίσως) ένα genre το οποίο ήδη έπνεε τα λοίσθια. Το κατάφερε, κυρίως χάρη στον ρηξικέλευθο και ουσιαστικής επίδρασης για τους… επόμενους (λέγε με και Κουέντιν Ταραντίνο) κατακερματισμένο τρόπο αφήγησης. Διότι όλα τα υπόλοιπα συστατικά, όσο άψογα και να υπάρχουν εδώ, προϋπήρχαν από παλαιότερα – σε κάποιες εκ των περιπτώσεων, δε, ίσως και ελαφρώς καλύτερα.
Η ετερόκλητη ομάδα ερασιτεχνών του εγκλήματος, που ο Τζόνι Κλέι μαζεύει γύρω του ώστε ν’ απαλλάξει τον ιππόδρομο από τα… περιττά του βάρη, αναγκάζεται να διακινδυνεύσει τη βαρετή μεσοαστική της ύπαρξη για πολύ συγκεκριμένους προσωπικούς λόγους. Είτε πρόκειται για τον αξιωματικό της αστυνομικής περιπόλου που χρωστά ένα βουνό δολάρια σε τοπικό τοκογλύφο, είτε για τον barman, η σύζυγος του οποίου πάσχει από ανίατη νόσο, ή τον ταμία του ιπποδρομιακού γκισέ που πρέπει να χρηματοδοτήσει το… βιοτικό επίπεδο της άπληστης συζύγου του, όλοι τους αποτελούν τα απαραίτητα γρανάζια σε μια τέλεια «μηχανή» ληστείας. Αν ένα εξ αυτών «κολλήσει» στραβά, τότε ολόκληρο το μηχάνημα κινδυνεύει να χαλάσει ανά πάσα στιγμή. Ένας αδύναμος άνδρας και μια δόλια γυναίκα φαίνεται σαν να προοιωνίζουν (εξαρχής) την καταστροφή, δίνοντας στο ενδεχόμενο της αποτυχίας έναν αέρα γοητείας και ελκυστικότητας, μετατρέποντας μονομιάς το σύνολο των επίδοξων ληστών σε άκρως συμπαθείς χαρακτήρες στα μάτια του θεατή.
Μέσω της χρήσης αφηγητή εκτός οθόνης (όπως στις κλασικές αστυνομικές σειρές της εποχής εκείνης), η φωνή του οποίου δίνει έναν ανακεφαλαιωτικό και τόσο παραστατικό τόνο στα δρώμενα, ο Κιούμπρικ εξηγεί πρώτα τον σχεδιασμό και τα κίνητρα των μεμονωμένων χαρακτήρων (τα οποία δεν είναι απαραιτήτως συναρπαστικά, αλλά παίζουν τεράστιο ρόλο στο συνολικό αποτέλεσμα). Το πόσο μεγάλη σημασία έχει η διαρκής επανάληψη του τόπου, της μέρας και της ώρας γίνεται κατανοητό μονάχα όταν οι πολλαπλές οπτικές γωνίες του εγκλήματος αλληλοσυμπληρωθούν, δημιουργώντας την πλήρως συνεκτική εικόνα μιας τέλειας (;) ληστείας.
Πέρα από τον πρωτοποριακό τρόπο αφήγησης, όμως, «Το Χρήμα της Οργής» εξετάζει το έγκλημα και τη σεξουαλικότητα με τρόπο που απείχε από τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’50. Είχε άραγε εξευτελιστεί ποτέ του (και σε τέτοιο βαθμό) ένας άνδρας από μια γυναίκα, όπως ο μαλθακός Τζορτζ του Ελίσα Κουκ από την πανούργα Σέρι της Μαρί Γουίντσορ; Ο ρατσισμός είχε ποτέ του εκτοξευθεί με τόσο δηλητηριώδη ωμό τρόπο, όσο στη σκηνή του ελεύθερου σκοπευτή Νίκι του Τίμοθι Κάρεϊ και του μαύρου υπαλλήλου του parking του ιπποδρόμου; Πόσες φορές στο παρελθόν, άραγε, υπήρξαν απροκάλυπτες ομοφυλοφιλικές νύξεις, όπως εκείνες του παλαιστή Μάρβιν του Τζέι Σ. Φλίπεν προς τον Τζόνι του Στέρλινγκ Χέιντεν;
Όλα αυτά δημιουργούν ένα μείγμα εγκλήματος και προδοσίας που όταν εκρήγνυται, είτε αυτό συμβαίνει στο λαμπερό φως του ήλιου είτε σε σκοτεινά σοκάκια, το κάνει με τρόπο ακατέργαστο, αληθινό, σκληρό και άσχημο. Όλοι οι εγκληματίες, άλλωστε, είναι άνθρωποι. Kαι είναι γεννημένοι να κάνουν σφάλματα. Όσο τέλεια και να είναι τα πλάνα τους, συνήθως είναι καταδικασμένα ν’ αποτύχουν. Από όποια… οπτική γωνία και να το δει κανείς.