ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΧΤΙΣΕ Ο ΤΖΑΚ (2018)
(THE HOUSE THAT JACK BUILT)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λαρς φον Τρίερ
- ΚΑΣΤ: Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκαντς, Ούμα Θέρμαν, Σιβόν Φάλον Χόγκαν, Σοφί Γκρόμπελ, Ράιλι Κίου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 155'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Serial killer με πολυάριθμη δράση εντός δωδεκαετίας (ψυχ)αναλύει πέντε επίλεκτα παραδείγματα από τους φόνους που έχει διαπράξει.
Το 2006, ο Λαρς φον Τρίερ γυρίζει τη χειρότερη ταινία της καριέρας του, «Το Μεγάλο Αφεντικό». Επρόκειτο για κωμωδία. Ως γνωστόν, ο Τρίερ είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει χιούμορ. Διόλου τυχαία, όποτε αναφέρω αυτό το φιλμ σε συζητήσεις για τον Τρίερ, κανένας δεν το έχει δει, κανείς δεν το γνωρίζει. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ! Το θυμήθηκα πάλι (όχι με τον τίτλο του, το ομολογώ, δεν είναι εύκολο να συγκρατήσει κανείς το «Direktøren for Det Hele» στα δανέζικα…) μετά το τέλος της προβολής τούτου εδώ, προσπαθώντας να τοποθετήσω «Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» σε ένα top των μεγαλύτερων κινηματογραφικών φρικωδιών που μας έχει προσφέρει (μέχρι σήμερα) ο Τρίερ. Τελικά, καταλήγω να του δώσω τη δεύτερη θέση, με την «τριλογία» (που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ…) του «Dogville» να υποχωρεί στην τρίτη θέση, πλέον.
Αρχικά, να πω ότι σε αυτό το «Σπίτι» κατοικεί ο ίδιος ο Τρίερ. Πρόκειται για το πιο αυτοαναφορικό έργο της καριέρας του, μια αποδόμηση της Τέχνης του, των εσωτερικών ψυχαναγκασμών του να συμμετάσχει σε ένα κοινωνικό σύνολο το οποίο (προφανέστατα) απορρίπτει σε βαθμό… γενοκτονίας! Η Κόλαση του Τρίερ είναι τα χρόνια που έχει ζήσει ανάμεσά μας και το «γιατρικό» του είναι οι ταινίες που του πρόσφεραν την πολυτέλεια να μην έχει μετατραπεί (ακόμη) σε έναν κοινό (αν και πανέξυπνο) serial killer ή έναν ηττημένο από κάθε άποψη αυτόχειρα. Ο δολοφόνος του Ματ Ντίλον είναι ξεκάθαρα ο Τρίερ.
Αφηγηματικά, «Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» μοιάζει περισσότερο με «υποχρέωση» μίσους προς τον εαυτό του, τους παραγωγούς του, τη φεστιβαλική ζήτηση και το κοινό που αγαπά να… τον μισεί. Στο ύφος, θυμίζει ολοκληρωτικά τα δύο κεφάλαια του «Nymph()maniac» (2013). Λες και πρόκειται για ένα υποθετικό «Μέρος Γ» (ακόμη μια τριλογία που δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας;), αποτελούμενο από περισσεύματα εκείνων των φιλμ. Μόνο που εδώ η φαντασίωση και το εγώ του Τρίερ γίνονται οι πρωταγωνιστές που «κρύβονται» πίσω από το φιλμικό πρόσωπο του δολοφόνου, ο οποίος αναλαμβάνει τον άγαρμπο ρόλο τού fictional αφηγητή, αποκαλύπτοντας τις δίχως αιδώ και ηθική σκέψεις του (στην παρούσα κατάσταση του ψυχισμού του). Σκέψεις που, ειδικά όσον αφορά το έγκλημα, ενδεχομένως να προκύψουν… γνώριμες και σε μερίδα των θεατών, οι οποίοι κάποτε θέλησαν να πατήσουν με το αμάξι τους έναν περαστικό στον δρόμο, που θα γούσταραν να βάλουν ανθρώπους για θηράματα σε μια βόλτα για κυνήγι, που έχουν την απορία να δουν τι συμβαίνει καρφώνοντας ένα μαχαίρι κάτω από τον μαστό μιας γυναίκας και συνεχίζοντας το κόψιμο βαθιά μέσα του, μέχρι να τους μείνει στα χέρια. Όχι, δεν είστε serial killers, αλλά πολλοί από εσάς θα μοιραστείτε αυτές τις σκέψεις / επιθυμίες του ήρωα. Και χάρη στον Τρίερ, θα χαρείτε να τις δείτε να απεικονίζονται στην οθόνη. Σαν ένα ψέμα, όμως. Σαν ένας ευνουχισμός της «λύτρωσης» που μπορεί να πρόσφεραν αυτές οι πράξεις.
Ο αφηγητής μιλά σε έναν άνθρωπο αγνώστου ταυτότητας, που δεν θα δούμε παρά μονάχα στο «τέλος» (ο σπονδυλωτός χαρακτήρας του έργου αναιρεί σχεδόν τη σημασία ενός φινάλε, ενώ το εκτός κάθε ρεαλιστικού πλαισίου τελευταίο μέρος δεν έχει ούτε σαφή προορισμό ούτε και «φρένο» στην… κατάβασή του), τοποθετώντας τον ήρωα σε μια therapy session ή μια ιδιαίτερα ειλικρινή εξομολόγηση, που ενώ θα έπρεπε να γίνει σεβαστή γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, με την τόσο φτηνή, γκροτέσκα και «παρ’ τα στη μούρη» διάθεση του περιεχομένου, γυρίζει άσχημα σαν boomerang και χτυπά κατακούτελα τον «wannabe» πρωταγωνιστή Τρίερ. Δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο από σοκαριστικές εικόνες σε ένα φιλμ του, και σίγουρα δεν αποτελώ έναν εκπρόσωπο της συντηρητικής μερίδας των θεατών του, η οποία κατακεραυνώνει τη βία με όρους κοινωνικά επιτρεπτούς. Τίποτα δεν με ενόχλησε εδώ, το εννοώ. Ούτε καν η «περίφημη» σκηνή της δολοφονίας των δύο ανήλικων παιδιών που εξαγρίωσε στις Κάννες, τρέποντας σε φυγή το κοινό της φεστιβαλικής του πρεμιέρας. Σε έναν πολιτισμό (ειρωνεία) που τρέφεται με ρεαλιστικές εικόνες βίας και θανάτου σε ημερήσια βάση, καμία κινηματογραφική βαναυσότητα δεν είναι εύκολο να σοκάρει, πια. Το ώριμο κοινό γνωρίζει πως είναι ασφαλές μέσα στην αίθουσα, ο σκηνοθέτης δεν θα σκίσει την οθόνη με ένα αλυσοπρίονο για να μας τεμαχίσει. Η ταινία είναι πάντοτε ένα ψέμα. Οι σκέψεις, όμως, όχι.
Και ενώ όλη αυτή η απειλή του στυγερού serial killer θέλει να φαντάζει αληθοφανής στο έργο, ο Τρίερ ντύνει τη νοσηρότητα των πράξεων με ένα χιούμορ που… ανέκαθεν γνωρίζαμε πως δεν διαθέτει. Ο δολοφόνος του πάσχει από OCD, έχει μανία με την καθαριότητα, συλλέγει τα πτώματα των θυμάτων του σε μια αποθήκη – καταψύκτη, τα φωτογραφίζει σε σχεδόν αστείες στάσεις, πάντοτε σε φιλμ, διότι αγαπά την εξωπραγματική απεικόνιση του αρνητικού. Έτσι, η σκηνή όπου μπαινοβγαίνει σε ένα σπίτι – τόπο εγκλήματος για να σφουγγαρίσει το παραμικρό, με την ανησυχία ότι άφησε πίσω του πιτσιλιές αίματος (όχι ως αποδεικτικά στοιχεία αλλά για λόγους καθαριότητας!), η άλλη με το πτώμα (σε πλήρη νεκρική ακαμψία) που αποφασίζει να επιστρέψει στο μέρος όπου δολοφονήθηκε γιατί οι φωτογραφίες που είχε βγάλει δεν ήταν ικανοποιητικές ή εκείνη της αναζήτησης της σωστής σφαίρας που θα διαπεράσει τα κεφάλια ενός τσούρμου από δεμένους ανθρώπους, μετατρέπουν «Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ» σε μια κακόγουστη φάρσα που νομίζει ότι αυτοσαρκάζεται, αλλά στην τελική εκφράζει περισσότερο το μυαλό και το επίπεδο ενός θεατή που κάθε καλοκαίρι επιλέγει το Δελφινάριο για την ιδανική του διασκέδαση!
Σταδιακά, το όποιο «σοκ» δίνει τη θέση του στην πλήξη και όταν ο Τρίερ καταλήγει να ενθέτει στιγμιότυπα από ολόκληρη τη φιλμογραφία του σε ένα montage από σκηνές φρίκης που έχει βιώσει η ανθρωπότητα, το έργο περνά στην κατηγορία της κωμωδίας, για να εκτροχιαστεί πλήρως από τη στιγμή που η δράση μεταφέρεται σε μια «άλλη» διάσταση, στην οποία ο δημιουργός ελπίζει να φυγαδευτεί για να τιμωρηθεί για την ύπαρξή του, με την απέλπιδα απόπειρα της «απόδρασης» προς τη συνέχιση της ζωής. Όλο αυτό το κομμάτι δυναμιτίζει κάθε θεμέλιο στήριξης ενός φιλμικού οικοδομήματος (το οποίο ο ήρωας χτίζει, γκρεμίζει και ξαναχτίζει πολλάκις στο έργο, με αδικαιολόγητα βλακώδεις συμβολισμούς) και σε βυθίζει στην πλήρη απάθεια, καθώς κάθε έννοια συναισθήματος αποχαιρετά ολόκληρο το εγχείρημα. Σαστίζεις. Είναι λες και ο (σαδιστής) Τρίερ ήθελε να σε μαστιγώσει αλύπητα, αλλά εσύ να καταλήγεις να… γαργαλιέσαι. Μόνο.
Ξέχασα να σχολιάσω και τον αχταρμά της pop κουλτούρας, με τα εμβόλιμα πλανάκια τύπου Μπομπ Ντίλαν στο κλασικό music video του «Subterranean Homesick Blues» και την άκυρη (και διαρκή) χρήση του «Fame» του Ντέιβιντ Μπόουι. Θα θες να βρoντοφωνάξεις «έλεος», ενώ στην οθόνη ο Τρίερ θα «καπηλεύεται» ένα έργο δαντικής κόλασης του Ντελακρουά, για τους «αμόρφωτους» που δεν το είχαν καταλάβει ήδη. Duh!