ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΙΣΟΥΣ (2021)
(THE HATING GAME)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πίτερ Χάτσινγκς
- ΚΑΣΤ: Λούσι Χέιλ, Όστιν Στόγουελ, Ντέιμον Ντόνο, Σακίνα Τζάφρεϊ, Κόρμπιν Μπέρνσεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η Λούσι και ο Τζος εργάζονται για δύο αντίπαλους εκδοτικούς οίκους. Όταν προκύπτει μια αναπάντεχη συγχώνευση, υποχρεώνονται να δουλεύουν καθημερινά μαζί, με το μίσος του ενός για τον άλλον να μεγαλώσει. Το ίδιο και τα υπόλοιπα αισθήματά τους, όμως…
Βασισμένο σε bestseller ρομάντζο της Σάλι Θορν, το «Παιχνίδι Μίσους» είναι μια κομεντί που μυρίζει ναφθαλίνη, βγαλμένη θαρρείς από την πιο στερεοτυπική φαντασία μιας νεόκοπης Μπάρμπαρα Κάρτλαντ (η αυθεντική Μπάρμπαρα, πάντως, ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της). Τι καλύτερο για να εγκαινιάσουμε την νέα κινηματογραφική σεζόν με μια ταινία που πιο εύκολα θα έβρισκες στις τελευταίες «σελίδες» του Netflix, παρά σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα; Ας το ξεκαθαρίσουμε από τώρα, λοιπόν, δεδομένου ότι δεν θα έχουμε και τόσα να πούμε για τούτο το φιλμ του Πίτερ Χάτσινγκς: το «Παιχνίδι Μίσους» είναι ένα από εκείνα τα έργα που ξέρεις με τρομερή ακρίβεια πως θα εξελιχθούν, ήδη από τους τίτλους αρχής! Θα μου πείτε… «Και τι σημαίνει αυτό;». Έτσι χαρακτηρίζεται μια κακή ταινία; Ναι, ακριβώς έτσι!
Η Λούσι είναι μια μικροκαμωμένη, χαριτωμένη τύπισσα που εργάζεται για έναν εκδοτικό οίκο ο οποίος αγαπά την λογοτεχνία, δηλαδή, δεν είναι όπως ο Τζος, ο οποίος εργάζεται για έναν άλλο εκδοτικό οίκο που αποσκοπεί μονάχα στο κέρδος, ακόμη κι αν πρόκειται να εκδώσει βιβλίο με… κλανιές γαϊδάρων (όπως πολύ γλαφυρά μας ενημερώνει μέσα στο φιλμ ο Πρόεδρος του εκδοτικού!). Ο Τζος, λοιπόν, είναι ψυχρός και μετρημένος, το ακριβώς αντίθετο της Λούσι, δηλαδή. Όταν οι εταιρείες τους συγχωνευτούν, οι δυο τους είναι αναγκασμένοι να μοιράζονται το ίδιο γραφείο, γεγονός που τους φέρνει σε καθημερινή ρήξη, λόγων των συνεχόμενων καυγάδων τους. Βλέπετε, τα παιδιά μισιούνται βαθιά, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουν ότι… γουστάρουν ο ένας τον άλλον σαν τρελοί. Δεν πήγε καν το μυαλό σας ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, έτσι;
Ας πούμε ότι κανένας δεν επιλέγει να δει τις εν λόγω ταινίες για την τρομερά πρωτότυπη κατάληξή τους (boy gets girl και τούμπαλιν), αλλά απλά για να διασκεδάσει και να περάσει ένα ψυχαγωγικό μιαμισάωρο, κάτι που είναι παραπάνω από θεμιτό, είναι κατανοητό, ιδιαίτερα όταν ο κινηματογράφος εξακολουθεί ν’ αποτελεί μία από τις καλύτερες αφορμές για «δραπέτευση» από την πραγματικότητα. Ακόμα κι έτσι, όμως, τούτο εδώ το στερεοτυπικό ρομάντζο που μοιάζει να έχασε την πορεία του προς κάποια τηλεοπτική πλατφόρμα και κατέληξε από σπόντα στις αίθουσες, δεν είναι ικανό να προσφέρει τίποτε άλλο από ένα μούδιασμα ολκής στις εγκεφαλικές σου απολήξεις, χάρη στις κλισεδιάρικες ερμηνείες και το «μία από τα ίδια» σενάριο, που σ’ ένα βαθμό θα σε κάνει ν’ απορήσεις για το πως στο καλό έγινε bestseller το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε. Υποθέτω με τον ίδιο τρόπο που μοσχοπούλησε και το «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι»…
Οι όποιες ελπίδες σεναριακής εξιλέωσης εξανεμίζονται και σε επίπεδο σκηνοθεσίας (φευ!), με το glossy «περιτύλιγμα» του Χάτσινγκς να μην αρκεί για να σώσει ούτε τα προσχήματα, δίνοντας την αίσθηση πως όλη η ταινία έχει γυριστεί μέσα σε στημένα sets, παραπέμποντας περισσότερο σε… παιδικό θέατρο παρά σε φιλμ, κάτι το οποίο προκύπτει και από λοιπά τεχνικά τμήματα, όπως για παράδειγμα εκείνο του φωτισμού. Ας πούμε πως το Σαντιάγο Μπερναμπέου είναι λιγότερο φωτισμένο από τούτη εδώ την ταινία!