Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΗΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ (2013)
(THE FIFTH ESTATE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπιλ Κόντον
- ΚΑΣΤ: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ντάνιελ Μπρουλ, Ντέιβιντ Θιούλις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μυθιστορηματική προσέγγιση του ανθρώπου που ίδρυσε τον περιβόητο διαδικτυακό οργανισμό WikiLeaks, που συντάραξε την υφήλιο δημοσιεύοντας αλογόκριτα απόρρητα έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης (και όχι μόνο) – και θέτοντας υπό σοβαρή αμφισβήτηση το τι ακριβώς εστί ελευθερία τού λόγου.
Ο (δικαίως) πιο πολυσυζητημένος, πολυγραφότατος ηθοποιός της χρονιάς, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς («Sherlock», «Star Trek: Into Darkness»), ενσαρκώνει μια από τις πιο σφόδρα αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της νεότερης ιστορίας, τον Τζούλιαν Ασάνζ. Αν αυτός δεν είναι ο μόνος, τότε σίγουρα είναι ο πιο σημαντικός λόγος για να δεις αυτή την ταινία. Με τη βοήθεια του σκηνοθέτη του, που του δίνει τον απαραίτητο χώρο και χρόνο, μη χάνοντας στιγμή την επαφή τής κάμεράς του με τα – εύγλωττα ακόμα και στις σιωπές τους – δαιμόνια εκφραστικά του μέσα (βασικά του προσώπου και των χεριών του), αλλά μηδαμινή συμβολή από το σενάριο, ο Κάμπερμπατς καταφέρνει να δώσει (γήινη) υπόσταση στις λεπτές, εύθραυστες ισορροπίες τού χαρακτήρα ενός προφανώς, παθολογικά νάρκισσου, αλλά και αναμφίβολα χαρισματικού, οραματιστή. Ακαταμάχητα γοητευτικός και παραδόξως, ταυτόχρονα, αβάσταχτα αντιπαθής, ο Ασάνζ τού Κάμπερμπατς δεν είναι ήρωας, ούτε αντι-ήρωας, ούτε μεσσίας, ούτε διάβολος. Είναι απλά ένας εκτός μέσου όρου, οικεία ατελής όμως, παθιασμένος άνθρωπος, που έγινε αφορμή για να ξεκινήσει μια πολύ σοβαρή, επίκαιρη συζήτηση για το πού σταματά η ελευθερία τού λόγου και της διαφανούς διακίνησης πληροφοριών και πού αρχίζει η καταπάτηση του αναφαίρετου δικαιώματος των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Δυστυχώς, κατά τα άλλα, αυτό το φιλμ δεν καταφέρνει να γίνει ανάλογη αφορμή για έστω μια (πλην της περί ερμηνευτικής δεινότητας του πρωταγωνιστή του) σοβαρή συζήτηση. Γεγονός για το οποίο φταίει σχεδόν αποκλειστικά το σενάριο του εξαίρετου τηλεοπτικού σεναριογράφου, Τζος Σίνγκερ («The West Wing», «Fringe»), που, διασκευάζοντας όχι ένα, αλλά δύο (!) βιβλία («Inside WikiLeaks: My Time with Julian Assange at the World’s Most Dangerous Website» και «WikiLeaks: Inside Julian Assange’s War on Secrecy») πέφτει στη λούμπα, στην οποία πέφτουν όλο και πιο συχνά, επικίνδυνα, οι «βασισμένες σε αληθινή ιστορία» ταινίες. Πρόκειται για τη λούμπα / παγίδα, που τις παραπλανεί στο να πιστέψουν πως οφείλουν να μείνουν πιστές στο τι πραγματικά συνέβη, καλύπτοντας κάθε πτυχή του. Αυτή, όμως, είναι δουλειά των ιστοριογράφων ή των δημιουργών ντοκιμαντέρ. Δεν είναι δουλειά τού σινεμά μυθοπλασίας. Αυτό δεν είναι υποχρεωμένο να κάνει τίποτα, παρά να εμπνευστεί από την πραγματικότητα, να τη σχολιάσει ή να την ερμηνεύσει, μέσω απτών, προς ταύτιση χαρακτήρων, που θα μας κάνουν να νοιαστούμε και να τους ακολουθήσουμε στα πάθη, τα λάθη, τις χαρές και τις λύπες τους. Όπως είπε ο V στο «V For Vendetta», «οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν ψέματα για να πουν την αλήθεια. Ναι, δημιούργησα ένα ψέμα. Επειδή, όμως, το πίστεψες, ανακάλυψες κάτι αληθινό για τον εαυτό σου».
Έτσι, ο Κάμπερμπατς προσπαθεί. Το ίδιο και ο Κόντον. Πέραν της προσεχτικής, ευαίσθητης παρατήρησης του πρωταγωνιστή του πετυχαίνει επίσης να μεταφράσει σε κατανοητή για τον μέσο θεατή γλώσσα, τα όσα περίπλοκα, άυλα συμβαίνουν στον κυβερνοχώρο: οι servers του WikiLeaks μεταμορφώνονται σε αμέτρητα παλιομοδίτικα γραφεία, στοιχισμένα σε ένα αχανές, φαινομενικά ανοχύρωτο δωμάτιο. Όταν το δεξί χέρι τού Ασάνζ, Μπεργκ (Μπρουλ), τους κλείνει, «δολοφονώντας» το site, τον βλέπουμε να κάνει γυαλιά καρφιά τα εν λόγω γραφεία, σπάζοντας ή πυρπολώντας γραφομηχανές, computer και συρτάρια, ώστε να αντιληφθούμε ακριβώς πώς αισθάνεται ο Ασάνζ μόλις συνειδητοποιεί τι συμβαίνει και (φαντάζεται πως) στέκει συντετριμμένος σε έναν τόπο ολοκληρωτικής καταστροφής. Μάταια, όμως.
Με τη μανία του να πει όλη την ιστορία, ο Σίνγκερ κατακερματίζει την αφήγηση σε πολλές διαφορετικές απόψεις, πολλών διαφορετικών ηρώων, μην επιτρέποντας σε κανένα να αποκτήσει ανθρώπινη υπόσταση και σημασία. Από τον Ασάνζ το μπαλάκι πετιέται άτσαλα σε τρία υψηλόβαθμα στελέχη τής κυβέρνησης και των διπλωματικών, μυστικών υπηρεσιών της (μάλλον, δε διευκρινίζεται ποτέ τι ακριβώς δουλειά κάνουν), και από εκεί στους άλλους δύο σημαντικούς συνεργάτες τού WikiLeaks, Μάρκους και Μπιργκίτα. Όλοι τους, όμως, παραμένουν εξωφρενικά μονοδιάστατοι και περαστικοί, ανίκανοι να δηλώσουν τίποτε περισσότερο από το όνομα το δικό τους και του (δόλιου) ηθοποιού που αναλώνεται αναίτια στην ερμηνεία τους (Λόρα Λίνεϊ, Στάνλεϊ Τούτσι, Άντονι Μάκι, Πίτερ Καπάλντι, Νταν Στίβενς, Μόριτς Μπλάιμπτροϊ, Καρίς Βαν Χάουτεν). Και η δική τους… ανυπαρξία, δε συγκρίνεται με εκείνη, την ουσιαστικά ανάλογη, ασυγχώρητη τού Μπεργκ που, αν και μετράει επί της οθόνης τον μετά τον Ασάνζ αμέσως περισσότερο χρόνο, διατηρεί μέχρι τέλους τόσο το χαρακτήρα του, όσο και τα κίνητρα της σχέσης του με τον τελευταίο, εκνευριστικά άλυτο αίνιγμα. Άντε μετά να σου καεί καρφί για το τι πέτυχε ή δεν πέτυχε αυτός ο εκκεντρικός ασπρομάλλης τύπος, και τι τέλος πάντων είναι η «πέμπτη εξουσία» (του πρωτότυπου τίτλου)…