Ο ΣΩΣΙΑΣ (2014)
(THE DOUBLE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίτσαρντ Αγιοάντε
- ΚΑΣΤ: Τζέσι Άιζενμπεργκ, Μία Γουασικόφσκα, Γουάλας Σον, Τζέιμς Φοξ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Υπαλληλίσκος του δημοσίου έρχεται αντιμέτωπος με νέο συνάδελφο που του μοιάζει ολοκληρωτικά, αλλά κανείς άλλος δεν το προσέχει ή το παραδέχεται. Ο… άλλος «εαυτός του» θα αρχίσει να συμπεριφέρεται ανταγωνιστικά στη δουλειά και θα θελήσει να του «φάει» και το κορίτσι που δειλιάζει να διεκδικήσει. Πώς νικάς τον τέλειο «σωσία» σου;
Μετά το «χιπστερικό» σουξέ τού «Submarine» (2011), ο Ρίτσαρντ Αγιοάντε αφήνει τη νεανική φρεσκάδα ενός «πρωτολείου» και ξανοίγεται σε κάτι πολύ πιο φιλόδοξο, αλλά με μέσα «χειροποίητου» low budget έργου, εμπνευσμένου από την ομώνυμη νουβέλα του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι. «Ο Σωσίας» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το προηγούμενο φιλμ του Αγιοάντε και σίγουρα θα ξενίσει (ίσως και στα όρια της ενόχλησης) τους fans της πρώτης ταινίας του σκηνοθέτη. Αποτελεί, όμως, μια θαυμάσια ευκαιρία για trivia παιχνίδι αναφορών και στιλιστικών επιδράσεων για κινηματογραφόφιλους που αρέσκονται στο «διαφορετικό».
Η φόρμα της αφήγησης και ο σκηνογραφικός σχεδιασμός παίρνουν το πάνω χέρι εδώ, μέσα σε ένα φουτουριστικό σύμπαν κλειστών χώρων, δίχως χρονολογική τοποθέτηση, αλλά με ταυτότητα που παραπέμπει στη δεκαετία του ’50 (ή εκεί τριγύρω), σχεδόν με τον τρόπο που οραματιζόταν το μέλλον ο Τέρι Γκίλιαμ στο «Brazil» (1985). Η κάμερα του Αγιοάντε βρίσκεται μονίμως εγκλωβισμένη σε τέσσερις τοίχους ή καλύπτεται από τη μουντίλα του σκοταδιού της νύχτας, εξυπηρετώντας τις προφανείς ανάγκες του χαμηλού κόστους παραγωγής και καλύπτοντας πιθανές κακοτοπιές των βιομηχανικών (κυρίως υπόγειων) locations.
Το ενδιαφέρον στοιχείο «ανατροπής» σε ολόκληρο αυτόν το σχεδιασμό είναι μια ακόμη πιο minimal, παλιοκαιρίσια αισθητική που δανείζεται πολλά από τη χωροθέτηση των χαρακτήρων του φιλμ μέσα σε ένα… καουρισμακικό habitat, ενίοτε και συμπεριφορικό, που βρίσκει και τη «rock» εκτόνωσή της στη σκηνή του χορού, η οποία θα μπορούσε να είχε βγει ατόφια και απαράλλαχτη από ταινία του Άκι!
Καουρισμάκι και Γκίλιαμ σε προσφορά του ενός; Και όχι μόνο! Ο ψυχισμός του «Σωσία» κουβαλάει κάμποσα καφκικά στερεότυπα, τα οποία συναντούν μέχρι και τον «Ένοικο» (1976) του Ρομάν Πολάνσκι, καθώς αμφισβητούμε όλο και περισσότερο τη διανοητική κατάσταση και τα συναισθήματα του κεντρικού ήρωα, που βρίσκεται ανάμεσα στην αυτοχειρία και την παραίσθηση. Τα υπαρξιακά άγχη τού Σάιμον ταυτίζονται υπέροχα με τη γραφειοκρατική δυστοπία και την ολίσθηση προς την τραγικότητα ενός σχεδόν προσχεδιασμένου θανάτου, στο κρεσέντο αναμέτρησης των ταυτόσημων περσόνων του φιλμ. Απλά, η προβλεψιμότητα του μοτίβου αυτού του «διπλού» χαρακτήρα, μετά το πρώτο μισό της ταινίας, κοπιάζει λίγο παραπάνω για να σε πείσει για την εγκεφαλικότητά του, καθώς εγκαταλείπει κάθε ίχνος χιούμορ, με την εικαστική λούπα της σκηνογραφίας να βάζει τρικλοποδιά στον ίδιο της τον εαυτό.
Στην τελική, ο «Σωσίας» αντέχει στη σύγκριση με την πληθώρα των αναφορών του, επειδή τολμά να προσφέρει ένα πνεύμα «αναμασημένο» μεν οπτικά, αλλά με τη «χωνεμένη» γνώση και τη νοημοσύνη τού τι θέλει να πει ως περιεχόμενο, πόσω μάλλον σε μια εποχή κινηματογραφικού… ταχυφαγείου.